Τα νέα μας
ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ
Με την 1296/2017 απόφασή του
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
(ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ-ΤΜΗΜΑ Γ-ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ)
Απέρριψε έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Γ.Ντ. (εντολέα
του δικηγόρου Κωνσταντίνου Μαμέλη), και υποχρεώνει τελεσίδικα το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον ενάγοντα Γ.Ντ. το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων οκτακοσίων ογδόντα εννέα (7.889) ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (5.11.2014) με το προβλεπόμενο στο άρθρο 21 εδ. α΄ του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου επιτόκιο και δικαστική δαπάνη 341 ευρώ, για ζημίες του Ι.Χ. αυτοκινήτου του από βανδαλισμούς «κουκουλοφόρων» (επεισόδια 5.5.2007-στο Πανεπιστήμιο)
ΟΛΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Αριθμός απόφασης: 1296/2017
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄ – ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Ιανουαρίου 2017, με δικαστή τον Εμμανουήλ Μιχελακάκη, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα τη δικαστική υπάλληλο Ελένη Μηλιοπούλου :
Για να δικάσει την από 1-7-2016 έφεση (αριθμ. καταθ. Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης ΕΦ693/5-8-2016),του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται στην προκειμένη περίπτωση από τον Υπουργό Οικονομικών, για τον οποίο παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ, η δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) Μαρία-Θωμαή Μένταλη. κατά του Γεωργίου Ντάνου του Κωνσταντίνου, κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός Αρμενοπούλου αρ. 28), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μαμέλη, ΑΜ ΔΣΘ 1063
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του διαδίκου που παρέστη στο ακροατήριο, ο οποίος ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.
Σκέφθηκε κατά το Νόμο.
1.Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία ασκείται κατά νόμο χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 689/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 31-12-2007 αγωγή του εφεσιβλήτου και υποχρεώθηκε το εκκαλούν να καταβάλει σ’ αυτόν το ποσό των 7.889 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (5.11.2014) με το προβλεπόμενο στο άρθρο 21 εδ. α΄ του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου επιτόκιο, για την αποκατάσταση της ζημίας, η οποία προκλήθηκε από παράνομες παραλείψεις οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου και, ειδικότερα, την καταστροφή οχήματος ιδιοκτησίας του από ομάδες ταραχοποιών στοιχείων.
2. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) στο άρθρο 105 ορίζει ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος …». Κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου, γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία, η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτελέσεως από τα όργανά του επιβεβλημένου σ’ αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Περαιτέρω, κατά την έννοια της αυτής ως άνω διατάξεως, η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διατάξεως, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι όμως και στην περίπτωση που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παραλλήλως με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων. Επίσης, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. (βλ. ΣτΕ 1048/2016, 4283/2014, 1590/2010, 1364/2008, 648/2008, 307/2007, 3706/2001, 3919/2001, 28/2000 κ.ά.).
3. Επειδή, περαιτέρω, ο Ν. 2800/2000 (Α΄ 41) ορίζει στο άρθρο 8 αυτού ότι : « 1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας….3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες και συνδρομής στις αρχές. β. Την τήρηση της τάξης στους δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκεντρώσεις και συναθροίσεις και την προστασία των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των πολιτών κατά τις εκδηλώσεις αυτές..». Μεταξύ των ως άνω δικαιωμάτων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 17 του Συντάγματος, και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπει και στην προστασία των περιουσιών των καθ’ έκαστον ατόμων, ως εκ τούτου δε, η παραβίασή της από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, δύναται να στοιχειοθετήσει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος (βλ. Σ.τ.Ε. 1048/2016, 1364/2008, 648/2008, 28/2000). Δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημίωσης όταν πρόκειται περί ασυνήθων περιπτώσεων που υπερβαίνουν τις δυνατότητες της αστυνομικής δυνάμεως και ανάγονται έτσι στην έννοια της ανωτέρας βίας (ΣτΕ 952/2010, 2741/2007).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα ξημερώματα του Σαββάτου, 5.5.2007, και, συγκεκριμένα, περί τις 05:00 η ώρα, άγνωστος-οι δράστης-ες εκσφενδόνισαν στην πρόσοψη υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας, κείμενου επί της οδού Μελενίκου 3 στη Θεσσαλονίκη (έναντι της δυτικής εισόδου του Α.Π.Θ.) οκτώ αυτοσχέδιες εμπρηστικές κατασκευές (βόμβες μολότωφ), με αποτέλεσμα να προκληθεί μικρής έκτασης πυρκαγιά, την οποία κατέσβησαν περίοικοι. Την ίδια στιγμή, το κέντρο Άμεσης Δράσης απέστειλε σήμα στα περιπολούντα αστυνομικά όργανα ότι έχει ενεργοποιηθεί ο συναγερμός του ως άνω υποκαταστήματος και εκλήθησαν αστυνομικοί να μεταβούν στο σημείο για έλεγχο. Στις 05:05, σύμφωνα με την από 5.5.2007 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του Αστυνόμου Β΄, Παναγιώτη Τσιχλή, ο οποίος εκτελούσε υπηρεσία επόπτη υπηρεσιών ασφαλείας την 4η προς 5.5.2007, το κέντρο αυτό (της Άμεσης Δράσης) έστειλε στα ως άνω όργανα νέο σήμα για φωτιά σε σταθμευμένο αυτοκίνητο στην οδό Εθνικής Αμύνης, στο ύψος της Παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής. Περί ώρα 05:10 ο προμνησθείς Αστυνόμος, φτάνοντας στο σημείο των ταραχών, διαπίστωσε ότι ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο είχε ήδη καταστραφεί, λόγω εμπρησμού, ενώ η φωτιά επεκτάθηκε και σε ένα ακόμη όχημα. Στη συνέχεια, περί ώρα 05:30, 20 περίπου άτομα, έχοντας ως ορμητήριο το ως άνω Πανεπιστήμιο (δυτική είσοδος, κτήριο παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής), ενεργούντα από κοινού και με ενωμένες δυνάμεις, εξέρχονταν κατά διαστήματα στην οδό Εθνικής Αμύνης και με πέτρες, καδρόνια και βόμβες μολότωφ διατάρασσαν την ασφάλεια των συγκοινωνιών και προκαλούσαν φθορές σε εκεί σταθμευμένα ιδιωτικής χρήσης επιβατικά αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων και το υπ’ αρ. κυκλοφορίας ΝΖΥ-6098, ιδιοκτησίας του εφεσιβλήτου. Ειδικότερα, το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου, εργοστασίου κατασκευής “DAEWOO”, τύπου “KALOS”, το οποίο στάθμευσε το βράδυ της 4ης.5.2007 επί της οδού Εθνικής Αμύνης στο ύψος της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., από την πλευρά του δρόμου που βρίσκεται εγγύτερα στο ως άνω Ίδρυμα, καταστράφηκε ολοσχερώς, λόγω πυρκαγιάς (βλ. αντί άλλων την υπ’ αρ. 10174/Φ.706.8/14.5.2007 βεβαίωση του Διοικητή του τμήματος Πυρασφάλειας της Διοίκησης Π.Υ. Θεσσαλονίκης). Περί τις 06:00 η ώρα της ίδιας ημέρας η Διεύθυνση Άμεσης Δράσης Θεσσαλονίκης δέχθηκε τηλεφωνική κλήση στον τριψήφιο αριθμό «100» από άγνωστο άτομο, το οποίο γνωστοποίησε ότι προκλήθηκε φωτιά σε σταθμευμένα οχήματα επί της ανωτέρω οδού, έναντι του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς». Κατόπιν σχετικής εντολής, μετέβησαν στο σημείο ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, αποτελούμενες από αστυνομικούς των Διευθύνσεων Αστυνομίας, Ασφαλείας και Τροχαίας Θεσσαλονίκης και από διμοιρίες της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Θεσσαλονίκης, ενώ, παράλληλα, ενημερώθηκε και η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Με την άφιξή τους στο χώρο των επεισοδίων, οι αστυνομικές δυνάμεις διαπίστωσαν ότι η παραπάνω ομάδα των 20 περίπου ατόμων εκδήλωνε επιθέσεις με τα προπεριγραφέντα μέσα (πέτρες, καδρόνια και βόμβες μολότωφ) προς πάσα κατεύθυνση. Μετά την ομαδική αποχώρηση της ομάδας αυτής, εξομαλύνθηκε σταδιακά η κατάσταση, περί τις 06:30 της 5.5.2007 και πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις πέντε ατόμων, στη συμβολή των οδών Γ΄ Σεπτεμβρίου και Γ. Λαμπράκη, τα οποία φέρονταν να συμμετείχαν στα προπεριγραφέντα επεισόδια. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το από 5.5.2007 έγγραφο της Διοίκησης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, για την ύπαρξη εστίας πυρκαγιάς έλαβε χώρα καταγγελία στις 05:10 της ημέρας αυτής, ενώ, όπως διαλαμβάνεται στο υπ’ αρ. 579/30/5.5.2007 δελτίο πυρκαϊάς, που συνέταξε η αρμόδια υπ/γός του 1ου πυροσβεστικού σταθμού της Διοίκησης της Π.Υ. Θεσσαλονίκης, από το σταθμό αυτό αναχώρησαν προς το χώρο των επεισοδίων τρία πυροσβεστικά οχήματα, στις 05:47 και επέστρεψαν σε αυτόν στις 07:30, έχοντας καταναλώσει 6 κ.μ. νερού, στην προσπάθεια κατάσβεσης των εστιών φωτιάς. Ακολούθως, ο εφεσίβλητος άσκησε την ένδικη αγωγή, όπως ανέπτυξε αυτήν με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, με την οποία υποστήριξε ότι για την καταστροφή του οχήματός του ευθύνεται αποκλειστικά το Ελληνικό Δημόσιο. Προέβαλε δε, ειδικότερα, ότι οι αστυνομικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από δυνάμεις και οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, μολονότι γνώριζαν από άλλες παρόμοιες και συχνά επαναλαμβανόμενες στην ευρύτερη περιοχή του Α.Π.Θ. συγκεντρώσεις ότι αναρχικά άτομα προβαίνουν σε φθορές σε σταθμευμένα οχήματα και παρότι υπήρχε ενημέρωση για την πραγματοποίηση φοιτητικών «πάρτυ» εντός του Πανεπιστημίου το βράδυ της 4ης.5.2007, εντούτοις, τήρησαν παθητική στάση και δεν ενήργησαν εγκαίρως, ώστε να προστατεύσουν το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας του. Στα ανωτέρω προσέθεσε ότι η επικαλούμενη παράνομη παράλειψη λήψης των απαραίτητων αστυνομικών μέτρων προς αποτροπή βλάβης της περιουσίας του καθίσταται περισσότερο εμφανής, λόγω του ότι προηγήθηκε, μερικά λεπτά πριν την καταστροφή του Ι.Χ. αυτοκινήτου του, ο εμπρησμός του Αυτόματου Ταμειολογιστικού Μηχανήματος (Α.Τ.Μ.) σε υποκατάστημα της Εμπορικής Τράπεζας επί της οδού Μελενίκου. Με βάση τα παραπάνω, προέβαλε ότι η επιλογή των αστυνομικών δυνάμεων να ανεχθούν τις προεκτεθείσες παράνομες ενέργειες συνιστούσε προδήλως μη κατάλληλο μέσο για την αντιμετώπιση της δεδομένης κατάστασης, η οποία υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών οργάνων, κατά την ενάσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά αποστολής να προστατεύσουν τη δημόσια τάξη και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, μεταξύ των οποίων και η περιουσία. Υποστήριξε, προσέτι, ότι η εκδήλωση της πυρκαγιάς, που είχε ως αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή του αυτοκινήτου του, δεν αποτέλεσε τυχαίο γεγονός, αλλά εντάσσεται στα βίαια επεισόδια της 4ης και 5ης.5.2007, η οποία σημειώθηκε σε χώρο και χρόνο όπου η κατάσταση είχε πλέον εκτραπεί, ενώ, περαιτέρω, λάμβαναν χώρα προετοιμασίες τόσο της Ελληνικής Αστυνομίας όσο και του Πυροσβεστικού Σώματος για την ανάσχεση της υποδεέστερης σε αριθμό «δύναμης των αναρχικών», μετά τις επιθέσεις των τελευταίων επί ικανό χρόνο σε καταστήματα, οχήματα και αστυνομικούς. Συνέπεια της ανωτέρω παράνομης πράξης των οργάνων του εκκαλούντος, σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, ήταν η ολοσχερής καταστροφή του προπεριγραφέντος Ι.Χ. οχήματος του εφεσιβλήτου, για την αποκατάσταση, δε, της ζημίας, αξίωσε ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 11.038 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 9.340 ευρώ που αντιστοιχεί στην αξία αγοράς του αυτοκινήτου του, σε 600 ευρώ για θήκη αποσκευών οροφής («μπαγαζιέρα»), σε 700 ευρώ για δύο παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, σε 300 ευρώ για ένα παιδικό καρότσι και σε 98 ευρώ για ένα ηχοσύστημα αυτοκινήτου (“radio-cd”). Τέλος, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, συνιστάμενη στην περιέλευσή του σε κατάσταση κατάθλιψης στη θέα του κατεστραμμένου αυτοκινήτου του και στον εξαναγκασμό του να χρησιμοποιεί μέσα μαζικής μεταφοράς ή ταξί για τις απαραίτητες προσωπικές και οικογενειακές μετακινήσεις του, για δύο μήνες περίπου από την καταστροφή του ως άνω οχήματος, αξίωσε να του καταβάλει το εκκαλούν το ποσό των 5.000 ευρώ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκόμισε ο εφεσίβλητος, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) αντίγραφα των από 5.5.2007 προανακριτικών και των από 7.5.2007 ανακριτικών εκθέσεων ένορκης εξέτασης των αστυνομικών οργάνων Άγγελου Τσιάκαλα, Θεοδώρας Μποζατζούδη και Παναγιώτη Τσιχλή, οι οποίοι βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή στο επίκεντρο των επεισοδίων και δέχθηκαν επιθέσεις από μέλη της ομάδας των 20 περίπου ατόμων, β) απόκομμα από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της 7.5.2007 (σελ. 8), στην οποία φιλοξενείται η είδηση των προεκτεθέντων επεισοδίων, με τίτλο «Άρχισαν τις συλλήψεις όταν έσβησαν οι φωτιές» και υπότιτλο «Επί μία ώρα η Αστυνομία έβλεπε τους κουκουλοφόρους να καίνε», γ) αντίγραφο του υπ’ αρ. Νο.3 18371/14.7.2004 τιμολογίου πώλησης αυτοκινήτου, εκδόσεως της εταιρίας με την επωνυμία «ΝΤΑΕΛΛΑΣ Α.Ε.» προς τον ενάγοντα, για την αγορά του ζημιωθέντος οχήματός του, αξίας 9.340 ευρώ, δ) αντίγραφο της άδειας κυκλοφορίας του ζημιωθέντος αυτοκινήτου του, με ημερομηνία χορήγησής της 2.8.2004, ε) αντίγραφο της από 15.3.2007 απόδειξης λιανικής πώλησης της εταιρίας με την επωνυμία «ΛΙΝΤΛ ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ», στην οποία περιλαμβάνεται η αγορά ενός ηχοσυστήματος αυτοκινήτου, αξίας 89 ευρώ, στ) αντίγραφο μη μεταφρασμένου στην ελληνική εγγράφου, που φέρει τον τίτλο “RECARO Young Sport” και απεικονίζει ένα παιδικό κάθισμα αυτοκινήτου, ζ) αντίγραφο, μη μεταφρασμένου στην ελληνική, εγγράφου, που φέρει τον τίτλο “THULE” και απεικονίζει μία θήκη αποσκευών οροφής, φέρει δε υπογραφή και σφραγίδα της εταιρίας «ΤΣΑΜΟΓΛΟΥ-ΔΕΡΒΙΣΗΣ ΟΕ», η) αντίγραφο του ισχύοντος κατά τον επίδικο χρόνο συμβολαίου ασφάλισης αυτοκινήτου του εφεσιβλήτου με την εταιρία «ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ ΑΕΓΑΖ», θ) έξι φωτογραφίες στις οποίες το καμένο αυτοκίνητο του εφεσιβλήτου ρυμουλκείται και τοποθετείται σε όχημα οδικής βοήθειας, ενώ διακρίνεται ότι έφερε μπάρες οροφής, ως υποδοχή για θήκη αποσκευών, δεν διακρίνονται όμως, εντός αυτού, παιδικά καθίσματα ή παιδικό καρότσι και ι) έναν ψηφιακό δίσκο (Digital Video Disk), στον οποίο περιέχονται, ανάμεσα σε άλλες σκηνές, εικόνες από φλεγόμενο όχημα σταθμευμένο στην οδό Εθνικής Αμύνης, μεταξύ της εισόδου της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. και του νοσοκομείου «Γ. Γεννηματάς», χωρίς να προκύπτει η ημερομηνία λήψης. Σε αντίκρουση τούτων, το εκκαλούν Δημόσιο, με τις από 29.12.2014 και 12.1.2015 εκθέσεις απόψεων του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης και του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, αντίστοιχα, όπως αυτές αναπτύχθηκαν με το νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημα, αρνήθηκε την αγωγή και ζήτησε την απόρριψή της. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δράση των αστυνομικών οργάνων, προέβαλε ότι μόλις έγινε αντιληπτή η έκνομη δράση της ομάδας των 20 περίπου ατόμων, αφίχθησαν στο σημείο ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, οι οποίες χωρίς ολιγωρία προχώρησαν στη λήψη αστυνομικών μέτρων, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε η σύλληψη πέντε συμμετεχόντων στα επεισόδια και η σταδιακή εξομάλυνση της κατάστασης στις 06:30 της 5.5.2007. Συναφώς, ισχυρίστηκε ότι τα παραπάνω άτομα έδρασαν αιφνιδιαστικά, ανυπαίτια και σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε ένδειξη, αφορμή, πρόκληση, συμβάν ή ορισμένη πληροφόρηση για την πραγματοποίηση «πάρτυ» εντός του Α.Π.Θ. Τέλος, υποστήριξε ότι αντίστοιχες εκδηλώσεις πραγματοποιούνται συχνότατα εντός του Πανεπιστημίου, στη συντριπτική τους, όμως, πλειονότητα, δεν σημειώνονται έκτροπα και, επομένως, τα επίδικα επεισόδια συνιστούσαν ένα ασύνηθες γεγονός, προσθέτοντας και ότι ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου παρακώλυε τη δράση των αστυνομικών οργάνων, καθόσον για τη λήψη μέτρων τόσο προληπτικού όσο και κατασταλτικού χαρακτήρα απαιτούνταν η προηγούμενη εκπλήρωση διοικητικών διαδικασιών, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύθηκαν οι δράστες και προέβησαν σε φθορές, μεταξύ των οποίων και στην καταστροφή του οχήματος του εφεσιβλήτου. Κατόπιν τούτων, προβάλλεται ότι η ιστορούμενη ζημία σε περιουσιακά στοιχεία του εφεσιβλήτου οφείλεται σε αιφνίδιο και αντικειμενικά απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο διέφευγε της φυσιολογικής πορείας των πραγμάτων, δεν μπορούσε, δε, να αποτραπεί, παρά το ότι οι αστυνομικές δυνάμεις επέδειξαν σύνεση και προσοχή και έπραξαν ό,τι ήταν αντικειμενικά δυνατό για την εκπλήρωση της αποστολής τους, στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, τραυματίστηκε ένας από τους επιληφθέντες αστυνομικούς. Από την άλλη πλευρά, αναφορικά με τη στάση των οργάνων του πυροσβεστικού σώματος, προεβλήθη ότι στις 4.5.2007, ημέρα Παρασκευή, διεξάγονταν στην περιοχή του Α.Π.Θ. πορείες διαμαρτυρίας, για την ασφαλή αστυνόμευση των οποίων ζητήθηκε η συνδρομή του Π.Σ., το οποίο διέθεσε πυροσβεστικά οχήματα σε θέσεις ετοιμότητας καθώς και ανώτερους αξιωματικούς για το συντονισμό των δυνάμεων κατάσβεσης, σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαία η επέμβαση των ανωτέρω δυνάμεων. Λόγω, όμως, της παρείσφρησης στις ειρηνικές διαδηλώσεις ταραχοποιών στοιχείων και, δη, σε διαφορετικά σημεία της πόλης, η κατάσταση έλαβε τη μορφή ασύμμετρης απειλής, η οποία ήταν αδύνατο να προβλεφθεί και να αντιμετωπιστεί βάσει επιχειρησιακών σχεδίων. Εξαιτίας του αριθμού των συμμετεχόντων στα επεισόδια, του μεγέθους των επεισοδίων και της έκτασης του κέντρου της Θεσσαλονίκης, ήταν αδύνατο να αποσοβηθεί ο εμπρησμός του αυτοκινήτου του ενάγοντος. Περαιτέρω, το εκκαλούν προέβαλε ότι το προσκομισθέν οπτικοακουστικό μέσο (dvd) δεν αποτελεί νόμιμο αποδεικτικό μέσο, του οποίου αρνείται τη γνησιότητα και το περιεχόμενο. Επικουρικώς, υποστήριξε ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε την επικαλούμενη ζημία του και το ύψος της, ενώ αυτή δεν συνδέεται αιτιωδώς με παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου, προσέτι δε και ότι τα κονδύλια για την αποκατάσταση της θετικής του ζημίας ετύγχαναν αόριστα, μη νόμιμα και απορριπτέα, καθόσον ο εφεσίβλητος ζητούσε να αποζημιωθεί για τα καταστραφέντα περιουσιακά του στοιχεία, με βάση την αξία που αυτά είχαν καινουργή και όχι κατά τον προ της καταστροφής τους χρόνο. Τέλος, αρνήθηκε τα ποσά που αντιστοιχούν στην αποζημίωση για τη θήκη αποσκευών οροφής, σε δύο παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, σε ένα παιδικό καρότσι και σε ένα ηχοσύστημα αυτοκινήτου, διότι ο εφεσίβλητος δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης, η δε αξία του ηχοσυστήματος, σύμφωνα με την προσκομισθείσα απόδειξη ανέρχεται σε 89 ευρώ, αντί του ποσού των 98 ευρώ που μνημονεύεται στην ένδικη αγωγή.
5. Επειδή, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι η Ελληνική Αστυνομία, στο πλαίσιο αντιμετώπισης του συγκεκριμένων γεγονότων, λόγω ανεπαρκών χειρισμών, δοθέντος ότι δεν συντελέστηκε κάποιο αιφνιδιαστικό και μη αναμενόμενο γεγονός, παρέλειψε να καταστείλει τη δράση των ταραχοποιών στοιχείων και να αποτρέψει την ολοσχερή καταστροφή του οχήματος του εφεσιβλήτου, η παράλειψη δε αυτή των αστυνομικών οργάνων να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προς αποτροπή και καταστολή των προμνησθέντων επεισοδίων είναι παράνομη, καθώς αποτελεί παραβίαση της γενικής αστυνομικής υποχρέωσης για την προστασία του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι μεταξύ της παρανομίας των οργάνων του εκκαλούντος και της επελθούσας στον εφεσίβλητο ζημίας υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος, εξαιτίας της αδυναμίας παροχής επαρκούς προστασίας από τις ανωτέρω αρχές, κατέληξε ότι το εκκαλούν Δημόσιο υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστη ο εφεσίβλητος, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Στρεφόμενο, ήδη, κατά της απόφασης αυτής με την υπό κρίση έφεση το εκκαλούν βάλλει κατά πρώτον κατά της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο των όρων στοιχειοθετήσεως της αστικής ευθύνης του, διατεινόμενο ότι από τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν προκύπτει αδιαφορία ή απάθεια των αστυνομικών οργάνων ούτε παράλειψή τους να επέμβουν για τη διάλυση και σύλληψη των ταραξιών, αλλ’ αντίθετα προκύπτει ότι η επέμβαση των αστυνομικών και πυροσβεστικών δυνάμεων ήταν άμεση, ενόψει των διαμορφωθεισών συνθηκών, ότι τα αστυνομικά όργανα έχουν τη διακριτική ευχέρεια να επιλέγουν μεταξύ περισσοτέρων λύσεων την κατά την κρίση τους ενδεικνυόμενη για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, στην προκειμένη δε περίπτωση δεν υφίσταται υπέρβαση διακριτικής ευχέρειας, αφού, αντίθετα προκύπτει ότι οι αστυνομικές δυνάμεις έδρασαν ακαριαία εντός του βραχύτερου εφικτού χρόνου, αναπτύξασες την προσήκουσα δράση, δεδομένου, μάλιστα, ότι δεν υπήρξε δυνατότητα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των ταραξιών λόγω εισόδου τους στους χώρους του Πανεπιστημίου, όπου ισχύει το πανεπιστημιακό άσυλο, απ’ όπου εκσφενδόνιζαν πέτρες και βόμβες μολότωφ, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν τις αναφερθείσες ζημίες. Τέλος, το εκκαλούν επικαλείται τη συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας ως εκ του ασυνήθους , κατ’ αυτό, της ένδικης περιπτώσεως, και του απρόβλεπτου και όλως βίου χαρακτήρα των εκδηλωθέντων επεισοδίων.
6. Επειδή, υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο συνεκτιμά : Α) ότι βρισκόταν σε γνώση των αστυνομικών αρχών η διεξαγωγή πορειών διαμαρτυρίας και κινητοποιήσεων περί τους χώρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά την ημέρα της 4ης-5-2007 (σχετ. η έκθεση απόψεων Αρχηγού Π.Σ.), οι οποίες, κατά τα κοινώς γνωστά, καταλήγουν σε είσοδο ομάδων στους πανεπιστημιακούς χώρους, ακολουθούνται δε συχνότατα από ταραχές, από τις οποίες προξενούνται σοβαρές καταστροφές στα καταστήματα της περιοχής, οι έκνομες δε αυτές ενέργειες, συνηθισμένες και αναμενόμενες σύμφωνα με την πλούσια σχετική εμπειρία της μεταπολιτευτικής περιόδου, επιχειρούνται με αυτοσχέδια μέσα από ολιγομελείς ομάδες νεαρών ατόμων και μπορούν, ως εκ τούτου, να αντιμετωπισθούν μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων δράσεως των αστυνομικών αρχών. Επομένως, εφόσον ήταν σφόδρα πιθανή η δημιουργία επεισοδίων επιβαλλόταν αφεύκτως και η λήψη των προσηκόντων μέτρων, καθώς και η απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή εκ μέρους των αστυνομικών αρχών, τόσο για τον κατά το δυνατό έλεγχο της πρόσβασης στους χώρους του Πανεπιστημίου όσο και για τον έλεγχο των περιβαλλόντων αυτούς χώρων. Β) ότι παρά την έγκαιρη ειδοποίηση της αστυνομικής αρχής από την έναρξη ήδη των επεισοδίων, περί ώρα 05:00 της 5.5.2007, με την ενεργοποίηση του συστήματος συναγερμού του υποκαταστήματος της Εμπορικής Τράπεζας που βρίσκεται πλησίον της Δυτικής Εισόδου του Πανεπιστημίου, καθώς και της πυροσβεστικής υπηρεσίας , περί ώρα 05.10 της αυτής ημέρας, (σχετ. το από 5-5-2007 έγγραφο της Διοίκησης της Π.Υ. Θεσσαλονίκης), ικανές προς αποτροπή περαιτέρω επεισοδίων αστυνομικές δυνάμεις κατέφθασαν μόνο μετά από ανώνυμη τηλεφωνική κλήση στο αριθμό «100» της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης, περί ώρα 06.00, παρά το ότι επιτόπου είχαν ήδη καταφθάσει μεμονωμένα αστυνομικά όργανα, και, επομένως, η άφιξη των απαιτούμενων ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων εχώρησε μετά την πλήρη εκτύλιξη των επεισοδίων και τον εμπρησμό σταθμευμένων αυτοκινήτων, μεταξύ των οποίων και αυτού του εφεσιβλήτου. Από κανένα, επομένως, στοιχείο του φακέλου δεν συνάγεται ότι οι αρμόδιες ως άνω αρχές έλαβαν εγκαίρως τα ενδεικνυόμενα μέτρα, ώστε να κατασταλούν οι ταραχές εν τη γενέσει τους, αντίθετο δε συμπέρασμα δεν συνάγεται από τις εν συνεχεία διενεργηθείσες συλλήψεις, οι οποίες, πάντως, εχώρησαν μετά την ολοκλήρωση του καταστρεπτικού έργου των δραστών επί των σταθμευμένων οχημάτων. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι τα αστυνομικά όργανα δεν έλαβαν τα προληπτικά και κατασταλτικά εκείνα μέτρα, τα οποία επιβάλλονταν για την αντιμετώπιση εν τη γενέσει τους των ζημιογόνων επεισοδίων και την αποτελεσματική φύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών, με συνέπεια να παραβιάζεται το κατ’ άρθρο 8 του Ν. 2800/2000 επιβαλλόμενο καθήκον για τη διασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας, της προστασίας των ατομικών ελευθεριών των πολιτών και την τήρηση της τάξεως στους δημόσιους χώρους. Τα πιο πάνω δε περιστατικά φθοράς και εμπρησμού αυτοκινήτων είχαν έκταση και ένταση όχι πολύ μεγάλη και, συνεπώς, η αποτροπή τους δεν υπερέβαινε τις δυνατότητες της αστυνομικής δύναμης, που όφειλε, ενεργούσα στα πλαίσια των καθηκόντων της, κατά δέσμια υποχρέωση και όχι κατά διακριτική ευχέρεια (αναφορικά με την ανάγκη αποτροπής των επεισοδίων και διατήρησης της δημόσιας τάξης) να επέμβει αποτελεσματικά, ώστε να προστατεύσει την περιουσία των πολιτών από κάθε απειλούμενη βλάβη ή καταστροφή. Επομένως, δεν κατέστη δυνατόν να εξασφαλισθεί ο σκοπός για τον οποίο υπάρχει και πρέπει να δρα η αστυνομική δύναμη, δηλαδή η εξασφάλιση της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, καθώς και η προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Κατ΄ακολουθίαν, συντρέχει περίπτωση ευθύνης του εκκαλούντος προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισ. Ν.Α.Κ, για τη ζημία που υπέστη ο εφεσίβλητος, λόγω των κατά τα προαναφερθέντα παραλείψεων των οργάνων της αστυνομίας, όπως ορθά και νόμιμα έκρινε και η εκκαλούμενη απόφαση, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων της κρινόμενης έφεσης. Εξάλλου, επαναφέρεται και προβάλλεται, ως προς την έκταση της ευθύνης του εκκαλούντος, η προβληθείσα και διά του υπομνήματος του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος του εφεσιβλήτου, ερειδόμενη επί του ισχυρισμού ότι ο μέσος συνετός πολίτης, κάτοικος του κέντρου της Θεσσαλονίκης, δεν πρέπει να σταθμεύει το αυτοκίνητό του στον επίμαχο χώρο, διότι εκεί τα οχήματα αποτελούν συνήθεις στόχους βανδαλισμών και υπόκεινται σε κίνδυνο καταστροφής. Ο λόγος, όμως, αυτός παρίσταται όλως άτοπος και αβάσιμος, γι’ αυτό δε και απορριπτέος. Τούτο δε διότι, ειδικώς μεν εν προκειμένω ουδόλως προκύπτει έγκαιρη και αναγκαία ενημέρωση των περιοίκων για την απομάκρυνση των οχημάτων τους, γενικώς δε καθότι αποδοχή του ως άνω ισχυρισμού θα ήγε σε μεταστροφή της ευθύνης των αρμοδίων αρχών του εκκαλούντος, ως εκ της διηνεκούς αδυναμίας και εν τοις πράγμασι απόσυρσης αυτών από την αποτελεσματική επίβλεψη και αστυνόμευση, κατά το εκ του Συντάγματος και των νόμων καθήκον αυτών, των πανεπιστημιακών και πέριξ αυτών χώρων, σε ιδία ευθύνη των υφισταμένων την αδυναμία αυτή πολιτών να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους προς έκνομες ενέργειες.
7. Επειδή, περαιτέρω, όσον αφορά την έκταση της αποζημίωσης για τη θετική ζημία του εφεσιβλήτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να αποκατασταθεί η απώλεια του οχήματός του, στην αξία που αντιστοιχούσε κατά το χρόνο πριν αυτό καταστραφεί, την οποία, ενόψει της αγοράς του στην τιμή των 9.340 ευρώ, το έτος 2004, της μη προσκομίσεως άλλων πρόσφορων στοιχείων και της, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, μείωσης της αξίας του με την πάροδο του χρόνου, τη χρήση του στο κέντρο της πόλης και ανεξάρτητα από τη μεταχείριση που του επεφύλαξε, εκτίμησε κατά τον κρίσιμο χρόνο σε 7.500 ευρώ. Με την αυτή απόφαση, εξάλλου, επιδικάσθηκε στον εφεσίβλητο το ισόποσο της αξίας ηχοσυστήματος αυτοκινήτου, η αγορά του οποίου πραγματοποιήθηκε ελάχιστα πριν την καταστροφή του (13.3.2007), ανερχόμενη σε 89 ευρώ. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο εφεσίβλητος περιήλθε σε στενοχώρια στη θέα του κατεστραμμένου αυτοκινήτου του και ταλαιπωρήθηκε από τη στέρηση της χρήσης του, έκρινε ότι υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας προσδιόρισε, ενόψει των συνθηκών επέλευσης και της έκτασης των προκληθεισών ζημιών, στο εύλογο ποσό των 300 ευρώ. Με την κρινόμενη έφεση αμφισβητούνται άπαντα τα ως άνω κονδύλια, προβαλλομένου, κατά πρώτον, λόγου περί συνυπολογισμού της ληφθείσης από την ασφαλιστική εταιρεία του εφεσιβλήτου αποζημίωσης. Ο λόγος, όμως, αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθότι κατά την προσκομισθείσα από 16-1-2017 βεβαίωση του Διευθυντή Αποζημιώσεων της εταιρείας «ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ ΑΕΓΑ» ουδεμία αποζημίωση καταβλήθηκε στον εφεσίβλητο για τις ένδικες ζημίες, λόγω μη ύπαρξης σχετικής ασφαλιστικής κάλυψης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο και τους λοιπούς σχετικούς λόγους της κρινόμενης έφεσης κρίνει ως αβάσιμους λαμβάνοντας υπόψη α) ότι δεδομένης της τιμής αγοράς του ενδίκου οχήματος (9.340 ευρώ) και της απομείωσης της αξίας του, ενόψει του χρονικού διαστήματος που είχε διαρρεύσει από την κυκλοφορία του έως το προαναφερόμενο συμβάν, η αποζημιωτέα αξία του οχήματος αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο ανερχόταν σε 7.500 ευρώ, όπως ορθά και νόμιμα υπολογίστηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, β) ότι αποκαταστατέα είναι και η ζημία που υπέστη ο εφεσίβλητος από την καταστροφή του ηχοσυστήματος, το οποίο ευλόγως συμπεραίνεται από την πρόσφατη αγορά του ότι είχε τοποθετηθεί επί του καταστραφέντος οχήματος, αφού, μάλιστα, δεν αποδεικνύεται η κτήση και ετέρου αυτοκινήτου από αυτόν, και γ) ότι, περαιτέρω, συνεπεία των προαναφερομένων, ο εφεσίβλητος υπέστη ψυχικό άλγος και υποβλήθηκε σε στενοχώρια και ταλαιπωρία από τη στέρηση του αυτοκινήτου του, δηλαδή υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει των συνθηκών των βλαπτικών γεγονότων, της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του εφεσιβλήτου και της ολοσχερούς καταστροφής του οχήματός του, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 300 ευρώ, όπως ορθά δέχθηκε και η εκκαλούμενη απόφαση, ποσό το οποίο είναι ιδιαίτερα περιορισμένο, το ελάχιστο δυνατό δε, ενόψει και του βαθμού παραλείψεως των ανατεθειμένων στο εκκαλούν, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, καθηκόντων, και, πάντως, ως τέτοιο δεν καταλείπει έδαφος σταθμίσεων προς τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, όπως αβασίμως προβάλλεται από το εκκαλούν.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, να καταλογισθούν δε τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου σε βάρος του Δημοσίου, ανερχόμενα στο ποσό των 341 ευρώ .
Διά ταύτα
Απορρίπτει την έφεση. Καταλογίζει σε βάρος του εκκαλούντος Δημοσίου τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, ανερχόμενα στο ποσό των τριακοσίων σαράντα ενός (341) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 23-5-2017, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 30 -5-2017.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Comments are closed