Τα νέα μας
ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΕΝΤΟΛΕΑ ΓΙΑ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ
Αποζημίωση για σεξουαλική παρενόχληση εργαζόμενης από εργοδότη.
Δικαστήριο: ΕΦΕΤΕΙΟ
Τόπος: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Αριθ. Απόφασης: 957
Έτος: 2001
Περίληψη
Κείμενο Απόφασης
Πρόεδρος: Χρήστος; Ηλιάδης. Δικαστές: Σ. Αλεξίου, Σ. Καρυστηναίου (εισηγήτρια).
Δικηγόροι: Α. Παν. – Κ. Μαμέλης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 57, 200, 288, 648, 651, 662 και 663 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 του ν. 2112/1920, 5 παρ. 3 του ν. 3108/1055, 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι η από μέρους του εργοδότη μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επάγεται μεν καθεαυτή τη λύση της συμβάσεως εργασίας, μπορεί όμως ο εργαζόμενος να τη θεωρήσει άτακτη καταγγελία της συμβάσεως, να αποχωρήσει από την υπηρεσία και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημιώσεως που προβλέπει το άρθρο 3 του ν. 2112/1020 (ΑΠ 542 και 504/1000 Δνη 41(2000)02, 03). Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων, όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη. Από τη γενική υποχρέωση προνοίας πηγάζει, μεταξύ άλλων, και η υποχρέωση του εργοδότη να σέβεται την προσωπικότητα του εργαζομένου. Ενόψει του κατ’ εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της εργασιακής σχέσεως, υφίσταται ο εργαζόμενος ηθική ζημία από τυχόν βάναυση ή προσβλητική της προσωπικότητας του συμπεριφορά του εργοδότη ή του προσώπου που αντιπροσωπεύει αυτόν στη διεύθυνση της επιχειρήσεως του, έστω και αν η συμπεριφορά αυτή δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζομένου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε, καλοπίστως και αντικειμενικώς να μην είναι πλέον δυνατή παροχή της εργασίας του εργαζομένου με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή να επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητά του, ώστε η περαιτέρω συνέχιση της εργασίας του στο χώρο της επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή δυσχερής (ολ. ΑΠ 13/1087, ΑΠ 1227/ 1003 ΕΕργΔ 54.214, ΑΠ 605/06 Δνη 40.111). Υπό ~ην ανωτέρω έννοια, προσβολή της προσωπικότητας και συγκεκριμένα της τιμής και της ελευθερίας του εργαζομένου αποτελεί και η σεξουαλική παρενόχληση που συνίσταται στην ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως ή άλλη συμπεριφορά, βασιζόμενη στη διαφορά φύλου, που θίγει την αξιοπρέπεια του μισθωτού (γυναικών και ανδρών) κατά την εργασία του και η οποία εκφράζεται λόγω και έργω (Σύσταση της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης από 27.11.1091, Εφημερίδα ΕΕ C 27/4/4.2.1002. ΑΠ 1655/1000, ΑΠ 1765/00, ΕφΑ-5 5780/08 ΔΕΝ 56 (2000) 1444, 1445). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 158, 361 και 660 παρ. 2 του ΑΚ και 4 και 5 παρ. 3 του ν. 2112/1020, η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λύεται και με αντισυμφωνία των συμβαλλομένων, καθώς και με την αποχώρηση (οριστική αποχή) του μισθωτού από την εργασία, που συνιστά άτακτη από μέρους του καταγγελία της συμβάσεως.
Η ενάγουσα με την αγωγή της, όπως νόμιμα περιόρισε κατά την πρώτη συζήτηση αυτήν, ισχυρίστηκε ότι, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε τον Αύγουστο του έτους 1000, προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, η οποία διατηρεί επιχείρηση Σούπερ Μάρκετ στην περιοχή Ν. Κρήνης Θεσσαλονίκης, για να εργασθεί ως πωλήτρια-ταμίας, με μηνιαίο μισθό τον προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ. Οτι ο κ. Ε. Β., διευθυντής και υπεύθυνος του ως άνω καταστήματος της εναγομένης, προσέβαλε παρουσία τρίτων την τιμή και την υπόληψη του συζύγου της, ισχυριζόμενος ότι διατηρεί σχέσεις με άλλες γυναίκες και ότι την 16 και 17. Ί.1000, με τον τρόπο που αναλυτικά αναφέρει σ’ αυτήν και που συνιστά σεξουαλική παρενόχληση, πρόσβαλε την τιμή και την αξιοπρέπεια της ίδιας. Ότι η συμπεριφορά αυτή του ως άνω διευθυντού και υπευθύνου του καταστήματος της εναγομένης, κατά την εκτέλεση της εργασίας της, αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, διότι προσβλήθηκε η ηθική και η αξιοπρέπεια της. Για το λόγο αυτό διαμαρτυρήθηκε στην εναγομένη έγγραφα και την κάλεσε να παύσει στο μέλλον να της συμπεριφέρεται δια του διευθυντή και στελέχους της κ. Ε. Β. ανάρμοστα, υβριστικά και βάναυσα και να απομακρύνει τον τελευταίο από την επιχείρηση της. Ότι μετά την άρνηση της εναγομένης να συμμορφωθεί, θεώρησε ότι της καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της και ότι η εναγομένη της οφείλει συνολικά για την αποζημίωση απολύσεως, την αποζημίωση και επίδομα άδειας 1000 το ποσό των δραχμών 1.975.853. Ζήτα δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, κύρια με βάση τη σύμβαση, επικουρικά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ως άνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από τότε που έγινε η επίδοση της αγωγής.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η με αριθμό 13850/2000 απόφαση του, με την οποία απορρίφθηκε η επικουρική βάση της αγωγής και έγινε δεκτή η αγωγή κατά την κύρια βάση της.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγομένη, με την έφεση της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Ζητεί δε να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας…
Η ενάγουσα προσλήφθηκε την 1.8.1990, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως πωλήτρια-ταμίας στα καταστήματα της εναγομένης, που λειτουργούσαν στην α’) Κ.Κ. αρ. 4, β) Π.Σ. αρ. 75, γ) Ν.Ο. αρ. 113, δ) Ι. αρ. 2 και ε’) Ν.Κ. αρ. 43 ή σε οποιοδήποτε άλλο κατάστημα Σούπερ Μάρκετ ιδρύσει η εναγομένη, με μηνιαίο κάθε φορά μισθό τον προβλεπόμενο από τις οικείες ΣΣΕ και ΔΑ (βλ. από 1.8.1990 έγγραφη σύμβαση αορίστου χρόνου). Η ενάγουσα, σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, πρόσφερε τις υπηρεσίες της στο κατάστημα της εναγομένης, που βρίσκεται επί της οδού Κ. αρ. 43, όπου διευθυντής και υπεύθυνος αυτού ήταν ο Ε. Β. Ο τελευταίος, προκειμένου να ικανοποιήσει προσωπικές του επιθυμίες, πρόσβαλε με λόγια την τιμή και την υπόληψη του συζύγου της ενάγουσας, λέγοντας της ότι είχε ερωτικές σχέσεις με άλλες γυναίκες. Αλλά και στην ίδια δημιουργούσε προβλήματα κατά τη διάρκεια της εργασίας της. Συγκεκριμένα με εντολή του, μετά το πέρας Της λειτουργίας του καταστήματος παρέμενε σ’ αυτό ένας υπάλληλος, προκειμένου να τον βοηθήσει να κλειστούν οι ταμειακές μηχανές. Το ποιος όμως υπάλληλος θα παρέμενε κάθε φορά ήταν επιλογή των εργαζομένων. Για ικανοποίηση και πάλι προσωπικής επιθυμίας του ως, άνω διευθυντή, αρχές Απριλίου 1999, χωρίς να είναι η σειρά της ενάγουσας, κατά τη συμφωνία των εργαζομένων μεταξύ τους, να παραμείνει το βράδυ στο κατάστημα, αυτός απαίτησε να παραμείνει η ενάγουσα αντί άλλου συναδέλφου της. Η ενάγουσα, που αντιλήφθηκε ότι οι προθέσεις του παραπάνω διευθυντού του καταστήματος ήταν πονηρές, αρνήθηκε. Και μετά το περιστατικό αυτό, το οποίο έγινε γνωστό στο υπαλληλικό προσωπικό, ο διευθυντής δεν σταμάτησε την προσβλητική συμπεριφορά του προς αυτήν, αλλά συνέχισε να την παρενοχλεί σεξουαλικά, απευθύνοντας της ερωτικά τραγούδια, με αποκορύφωμα τη συμπεριφορά του την 17.4.1999, όπου έπεσε δήθεν κατά λάθος επάνω της και ταυτόχρονα της απηύθυνε ερωτικά τραγούδια (βλ. κατάθεση μάρτυρος απόδειξης Ε.Λ). Μετά το περιστατικό αυτό, το οποίο έγινε γνωστό σε όλους τους εργαζομένους στο κατάστημα, λόγω των διαμαρτυριών της ενάγουσας, ο διευθυντής εκδίωξε αυτήν από την εργασία της. Η ενάγουσα πράγματι έφυγε και αμέσως ενημέρωσε για τα όσα είχαν προηγηθεί με το διευθυντή της, το σύζυγο της. Αυτός προσήλθε την ίδια ημέρα στο κατάστημα, όπου ζήτησε εξηγήσεις από το διευθυντή για τη συμπεριφορά του προς τη σύζυγο του. Έτσι το περιστατικό αυτό έλαβε διαστάσεις, ενημερώθηκε δε και ο Περιφερειάρχης της εναγομένης ΓΙ., ο οποίος, αντί να απαιτήσει εξηγήσεις και τουλάχιστον να επιπλήξει τον διευθυντή, αρκέστηκε απλώς, για να μην έχει δυσμενείς συνέπειες για τον διευθυντή του καταστήματος το περιστατικό, να ζητήσει από την ενάγουσα να θεωρήσει ότι η εκδίωξη της από την εργασία της από τον διευθυντή της είχε την έννοια του ρέπω. Η ενάγουσα δεν δέχτηκε την πρόταση αυτή και με την από 20.4.1999 εξώδικη πρόσκληση της-δήλωση, που νόμιμα επιδόθηκε στην εναγομένη την 21.4.1999 (βλ. υπ’ αριθμ. …/21.4.1999 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ν.Ρ.) ζήτησε από την εναγομένη να παύσει στο μέλλον να της συμπεριφέρεται δια του διευθυντή και στελέχους της Ε.Β. ανάρμοστα, υβριστικά και βάναυσα, συμπεριφορά η οποία σαφώς εξέρχεται από τα όρια του διευθυντικού της δικαιώματος και αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, το οποίο και της δίνει το δικαίωμα να θεωρήσει ότι έχει προβεί σε μονομερή καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως εργασίας και να απομακρύνει εντός δύο (2) ημερών από της παραλαβής της άνω εξωδίκου τον Ε.Β. από το κατάστημα της. Η εναγομένη απάντησε στην ενάγουσα, με την από 22.4.1999 εξώδικη απάντηση της, που επιδόθηκε σ’ αυτήν την ίδια ημέρα (βλ. σχετική σημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Θ.Κ.) και την κάλεσε να προσέλθει στο κατάστημα της, που βρίσκεται επί της οδού Μ.Κ. αρ. 112, για να της προσφέρει τις υπηρεσίες της. Η ενάγουσα αρνήθηκε να παρουσιαστεί στο ενλόγω κατάστημα και θεώρησε ότι η εναγομένη με την προαναφερθείσα συμπεριφορά, του διευθυντή και υπευθύνου του καταστήματος της είχε καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση και ζήτησε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, άδεια και επίδομα άδειας 1999. Συγχρόνως ανέφερε και την απόλυση της στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (βλ. Δελτίο Διαφ. 150/ 1990 του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας Ανατολικής Θεσσαλονίκης).
Με τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν αποδεικνύεται ότι πράγματι από την υβριστική και βάναυση συμπεριφορά του Ε.Β., που συνιστά σεξουαλική παρενόχληση, επήλθε ηθική μείωση και βαριά προσβολή στην προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια της ενάγουσας, γι’ αυτό και η εξακολούθηση της εργασίας της στο χώρο της επιχειρήσεως με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας να αποβαίνει, κατ αντικειμενική κρίση και κατά την καλή πίστη, εκτάκτως δυσχερής γι’ αυτήν, αφού ο διευθυντής εξακολουθούσε να παραμένει στη θέση του. Έτσι, η ενάγουσα δικαιολογημένα θεώρησε την ως άνω μονομερή και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της από μέρους της εναγομένης εργοδότριας της ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της και αποχώρησε από την εργασία της. Η αποχώρηση της δεν ήταν οικειοθελής, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε η εναγομένη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μάλιστα, τον ισχυρισμό της αυτόν επαναφέρει με την έφεση της, αλλά, όπως αποδείχτηκε, εξαιτίας της προσβλητικής και βάναυσης συμπεριφοράς του διευθυντού και στελέχους της εναγομένης Ε.Β., ήταν απόλυτα δικαιολογημένη η αποχώρηση από την εργασία της. Η εναγομένη όμως, αντί να τον απομακρύνει από την εργασία του, λόγω της συμπεριφοράς του και να προστατεύσει έτσι την ενάγουσα, ζήτησε απ’ αυτήν να εργαστεί σε άλλο κατάστημα, όπως είχε νόμιμη συμβατική υποχρέωση. Και πάλι όμως η ενάγουσα αρνήθηκε δικαιολογημένα και όχι αδικαιολόγητα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με την έφεση της η εναγομένη, να μετατεθεί σε άλλο κατάστημα, αφού πλέον τα περιστατικά με το διευθυντή της ήταν γνωστά σε όλους σχεδόν τους συναδέλφους της και η απομάκρυνση της από το κατάστημα που εργαζόταν και η τοποθέτηση της σε άλλο, έστω και αν τούτο ήταν εγγύτερα στην κατοικία της, 6α θεωρείτο ότι οφείλεται σε δική της απρεπή συμπεριφορά και όχι του διευθυντού της, ο οποίος, σαν να μην είχε χωρήσει σε βάρος της σεξουαλική παρενόχληση, παρέμεινε στη θέση του. Με πληρότητα επίσης αποδείχθηκε ότι, πραγματικά, η ενάγουσα ευσυνείδητα εκτελούσε καθημερινά την εργασία της και με τη σοβαρή, αλλά και αξιοπρεπή συμπεριφορά της, ποτέ δεν προκάλεσε με οποιονδήποτε τρόπο τον διευθυντή της, έτσι ώστε να δημιουργηθεί πρόβλημα στις σχέσεις της και .να του δώσει ποτέ η ίδια με τη στάση της ευκαιρία για σεξουαλική παρενόχληση. Αφού λοιπόν η βαριά προσβολή της προσωπικότητας της δεν αποκαταστάθηκε από τον εργοδότη της, διότι η τοποθέτηση της σε άλλο κατάστημα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν απρόσφορη προς τούτο, ούτε και ο εργοδότης έλαβε άλλα θετικά μέτρα για την προστασία της και για την αποκατάσταση της βαριάς προσβολής της προσωπικότητας της, ορθώς θεώρησε την αποχώρηση από την εργασία της ως άτακτη καταγγελία, όπως ήδη εκτέθηκε παραπάνω,
Συνεπώς, η εναγομένη της οφείλει για νόμιμη αποζημίωση δραχμές … Επίσης, η ενάγουσα έπρεπε να λάβει: 1) για αποζημίωση άδειας του έτους 1999 … δραχμές και 2) για επίδομα άδειας του έτους 1999 …
δραχμές, ήτοι συνολικά η ενάγουσα έπρεπε να λάβει το ποσό των … δραχμών, το οποίο όμως και δεν της καταβλήθηκε κατά την αποχώρηση της.
Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και έκανε δεκτή εν μέρει την ένδικη αγωγή, ορθά εφήρμοσε το νόμο και ορθά επίσης εκτίμησε τις αποδείξεις, γι’ αυτό και πρέπει ν’ απορριφθούν όλοι οι σχετικοί λόγο; της εφέσεως, με τους οποίους παραπονείται η εναγομένη για το αντίθετο, ως ουσιαστικά αβάσιμοι.
Έτσι, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι της εφέσεως, πρέπει ν’ απορριφθεί και η έφεση, στο σύνολο της, σαν ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα – εναγομένη στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητου – ενάγουσας (αρθρ. 1176 και 183) ΚΠολΔ).
Πρόεδρος: ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ
Εισηγητές: Σ. ΑΛΕΞΙΟΥ, Σ. ΚΑΡΥΣΤΗΝΑΙΟΥ
Comments are closed