Άρθρα, Νομικά άρθρα - γνωμοδοτήσεις
ΑΡΙΣ ΚΑΖΑΚΟΣ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΣΤΟ ΑΕΔ ΓΙΑ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
ΠΗΓΗ :
ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΡΓΑΤΟΛΟΓΩΝ
Διεύθυνση: ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 60, 10679 ΑΘΗΝΑ
Τηλ.: 210 00 00 000
Φαξ: 210 00 00 000
Email: info@enelerg.gr
Δημοσίευση από anekt!m στις Απρίλιος 27, 2009
Διάγραμμα
Ι. Γενική θεώρηση του αντικειμένου της παρούσας δίκης
ΙΙ. Τα επιχειρήματα της ΟλΑΠ 31/2007
ΙΙΙ. Μια στάθμιση των συνεπειών που θα είχε τυχόν επικράτηση των απόψεων της ΟλΑΠ 31/2007, ιδίως υπό το πρίσμα των παραδοχών του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 Σ (του λεγόμενου Μισθοδικείου)
Ι. Γενική θεώρηση του αντικειμένου της παρούσας δίκης
Πρόκειται για τα εν ευρεία εννοία προνόμια του Δημοσίου και των νπδδ, δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου, που δομούνται µε πρώτη ύλη την ανισότητα και την προσβολή της περιουσίας των διοικουμένων. Το ότι τέτοια προνόμια αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και το Διεθνές Συμβατικό Δίκαιο, ιδίως στην ΕΣΔΑ και το ΠΠΠ (υπερνομοθετική ισχύς), καθώς και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αποτελεί δικαιϊκό κεκτημένο. Όπως είναι βέβαιο ότι τυχόν επικύρωσή τους στη δικαζόμενη υπόθεση θα δημιουργούσε χιονοστιβάδα δικών στο ΕΔΔΑ στο Στρασβούργο, όπου θα µας ανέμεναν βέβαιες καταδίκες σε αρμονία µε την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ. Εννοείται ότι η παραγραφή δεν πλήττει µόνο τη δικονομική θέση των εργαζομένων αλλά και τα ουσιαστικά δικαιώματά τους που τα οδηγεί σε πρόωρη, μερική ή και ολική, κατάλυση. Άλλωστε η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου σύμφωνα µε όσα πάγια γίνονται δεκτά και στο Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο.
ΙΙ. Τα επιχειρήματα της ΟλΑΠ 31/2007
Η ΟλΑΠ 31/2007 (Β’ σύνθεση) απεφάνθη σε υπόθεση µε αντικείμενο διαφορές αποδοχών από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας σε νπδδ (=νοσοκοµείο) και µε θέμα την βραχεία διετή παραγραφή (Λογιστικό των νπδδ -ν.δ. 496/74-, όμοια µε το Δημόσιο Λογιστικό -ν. 2362/1995-) ότι
«οι … διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και αμερόληπτα και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, που επιβάλλει το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου, όταν συντρέχουν λόγοι γενικότερου, κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν τη σχετική ρύθμιση … Η προβλεπόμενη από την … διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974, για τις … αξιώσεις των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή, , ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει, σύμφωνα µε το άρθρο 250 αριθµ. 6 και 17 του ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των, υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και από τον οριζόμενο στο άρθρο 44 του ίδιου ν.δ/τος χρόνο παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του νομικού προσώπου κατά τρίτων (πενταετία), έχει θεσπιστεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των νπδδ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες µε την καταβολή φόρων (βλ. ΟλΑΠ 38/2005, σχετικά µε το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 52 εδ. γ’ του ν.δ. 496/1974, που προβλέπει την αυτεπάγγελτη λήψη από τα δικαστήρια της ως άνω ισχύουσας υπέρ των νπδδ διετούς παραγραφής). Εξάλλου µε τη θέσπιση της εν λόγω διετούς παραγραφής δε δημιουργείται άνιση δυσμενής μεταχείριση των υπαλλήλων των νπδδ σε σχέση µε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, αλλά ούτε και των ιδιωτών εργοδοτών σε σχέση µε τα νπδδ ως προς τη διάρκεια της ισχύουσας έναντι των πρώτων πενταετούς παραγραφής, αφού η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται όχι µόνο από την ανάγκη προστασίας της περιουσίας των νπδδ, αλλά και λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι των νπδδ σε σχέση µε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και του διαφορετικού νομικού καθεστώτος που διέπει, αντίστοιχα, τις σχέσεις των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες τους … Συνεπώς η διετής παραγραφή αξιώσεων των υπαλλήλων νπδδ δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας. Η ίδια ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού αυτή εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμά του να δικάζεται η υπόθεσή του δίκαια κα αμερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύει τη θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων. Επίσης η ως άνω διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 ν.δ. 496/1975 δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το, σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι υπερνομοθετικής ισχύος αυτές διατάξεις παρεμποδίζουν το νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα, (ενδεχομένως και µε τη, µέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου, απόσβεση ή κατάργηση αυτών), αλλά όχι και να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη ισχύος τους. Άλλωστε από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του ως άνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που ορίζει ότι «οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτους να θεσπίζει νόμους, αν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου, προς διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτιθέµενα και η προστασία της περιουσίας των νπδδ (ΟλΑΠ 38/2005, 22/2005)».
Οι σκέψεις της ΟλΑΠ γεννούν µια σειρά ερωτημάτων:
1. Μπορεί, άραγε, να υπηρετείται το δημόσιο και το κοινωνικό συμφέρον (π.χ. για την προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των νπδδ) και µε άνισες ρυθμίσεις;
2. Η υπερπροστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των νπδδ είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εκπλήρωση της δημοσίου δικαίου αποστολής τους; Το ερώτημα τίθεται µε ιδιαίτερη επίταση μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Μεηδάνης κ.λ.π., όπου ακριβώς επισημαίνεται ότι η αναγκαιότητα του περιορισμού ατομικών δικαιωμάτων προκειμένου να εκπληρωθεί η δημοσίου δικαίου αποστολή του Δημοσίου και των νπδδ αποτελεί όρο νομιμότητας του περιορισμού.
3. Ταυτίζεται το δημόσιο συμφέρον µε το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου και των νπδδ, εδώ του Νοσοκομείου; Η νομολογία τόσο του ΕΔΔΑ, όσο και του ΣτΕ και του ΕλεγκτΣυν, εν μέρει δε και του ΑΠ απαντούν αρνητικά στο ερώτημα αυτό.
4. Εμπίπτει το θέμα της παρούσας δίκης στην επιφύλαξη της παρ. 2 του ά. 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ (διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος);
5. Η διαφορά stαtus μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων αποτελεί επαρκή δικαιολογητικό λόγο για τον περιορισμό δικαιωμάτων. Και αν ναι, ποιο είναι το όριο της θυσίας των δικαιωμάτων αυτών. Από την άλλη πλευρά: Η διαφορά stαtus μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων και ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων είναι αυτή που ήταν κάποτε;
6. Πρόκειται άραγε για απλό περιορισμό του δικαιώματος επί της περιουσίας ή μήπως πλήττεται ο ίδιος ο πυρήνας της µε την κατάλυση εν όλω ή εν µέρει, χρηματικών αξιώσεων; Γιατί βεβαίως η σύντοµη παραγραφή οδηγεί όχι µόνο σε μερική αλλά και σε ολική κατάλυση των αξιώσεων, αν το δικαίωμα ασκηθεί μετά τη συμπλήρωση διετίας ή πριν τη συμπλήρωση διετίας, οπότε περιορίζεται η διεκδίκηση στις απαιτήσεις μιας διετίας.
7. Η ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης και η ανάγκη προστασίας της περιουσίας δεν συντρέχει και στην περίπτωση των αξιώσεων του Δημοσίου και των νπδδ; Και τελικά:
8. Σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου μπορούν να λαθρoβιώνoυν προνόμια, εν ευρεία και στενή εννοία, δικονομικού ή ουσιαστικού δικαίου του Δημοσίου και των νπδδ; Και µάλιστα εναντίον όλων των απαγορεύσεων διακρίσεων από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα;
Περαιτέρω, η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού έχει παύσει προ πολλού να έχει τη σαφήνεια και την αναλυτική οξύτητα που είχε κάποτε. Οι συναιρέσεις δημόσιου και ιδιωτικού είναι πλέον τόσο πολλές, ώστε πολύ συχνά να µη μπορεί καν να γίνεται λόγος για διαφορές μεταξύ των δύο: Π.χ.
1. Από τη δημόσια υπαλληλία περνάμε στις ιδιωτικού δικαίου εργασιακές σχέσεις όχι µόνο αορίστου αλλά και ορισμένου χρόνου ή και έργου, καθώς και σε ευρύ δανεισμό εργαζομένων στο Δημόσιο και τα νπδδ.
2. Έχουμε ακόμη περάσει σε ευρύτατη ανάθεση υπηρεσιών και λειτουργιών του Δημοσίου και των νπδδ σε εργολάβους µε τη μέθοδο του outsourcing.
3. Από τα δημόσια έργα έχουμε περάσει στις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και στις αναθέσεις δημόσιων έργων σε ιδιώτες εργολάβους µε αυτοχρηματοδότηση.
4. Η ανάθεση της φύλαξης χρηματαποστολών, εγκαταστάσεων και προσώπων όχι στην αστυνομία αλλά σε ιδιωτικές επιχειρήσεις security.
5. Τόσο το Λογιστικό των νπδδ όσο και το Δημόσιο Λογιστικό αντιμετωπίζουν µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο δημοσίους και ιδιωτικούς υπαλλήλους και στο θέμα της παραγραφής. Συγχρόνως το νομοσχέδιο του ΥπΕσΔηµΔιοικΑποκέντρ για τους 110.000 περίπου υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δημόσιο και τα νπδδ εξομαλύνει διαφορές, εξομοιώνοντας ρυθμίσεις που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους και για τους αορίστου χρόνου ιδιωτικούς υπαλλήλους. Πρόκειται για τις συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου στο Δημόσιο και τα νπδδ και ειδικότερα για την ιεραρχική και μισθολογική εξίσωση µε τους μονίμους του Δημοσίου. Όπως αναφέρθηκε ήδη, το νομοσχέδιο αφορά σήμερα περίπου 110.000 υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους τακτοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογήν των μεταβατικών διατάξεων του π.δ. 164/2004. Στα ζητήματα που τίθενται εδώ περιλαμβάνονται και το ότι δημόσιες υπηρεσίες ανατίθενται πλέον και σε υπαλλήλους µε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, ενώ συρρικνώνεται η δημόσια υπαλληλία µε παράλληλη «ιδιωτικοποίηση» του Δημοσίου και των νπδδ.
Σε αναγνώριση και αποδοχή της κατάστασης αυτής έχει προχωρήσει και ο Άρειος Πάγος. Γι’ αυτό άλλωστε και οι ΑΠ 574-577/2009 ετάχθησαν υπέρ της καταβολής της μισθολογικής προσαύξησης των 176 Ευρώ, που είχε δοθεί αρχικά στους δημοσίους υπαλλήλους, και στους απασχολουμένους µε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου. Στο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ΑΠ 93/2009 για την επέκταση καταβολής του επιδόματος των 176 Ευρώ και σε εργαζομένους µε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε νπδδ (νοσοκομεία) η διάκριση εργασιακού στάτους (δημόσιου – ιδιωτικού) παραμερίστηκε (ορθά) για την ικανοποίηση των δικαιωμάτων ουσιαστικού δικαίου. Τα παραδείγματα δεν περιορίζονται στις διαφορές για την καταβολή του επιδόματος των 176 Ευρώ. Η ΑΠ 1054/2007 ΑΠ 1054/2007, σε διαφορά για την καταβολή του επιδόματος υπηρεσίας Αλλοδαπής του Υπουργείου Εξωτερικών που διεκδίκησαν υπάλληλοι µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, το δικαστήριο έκρινε ότι οι υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται για τη ρύθμιση του επιδόματος αυτού δεν μπορούν να εξαιρούν από τις αναπροσαρμογές του υπαλλήλους µε σχέση ιδιωτικού δικαίου.
Όμως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την συναίρεση δημόσιου και ιδιωτικού µας το δίνει το ΙΚΑ. Εκεί εκτός από τους δημοσίους υπαλλήλους, έχουμε τους γιατρούς µε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και τους γιατρούς µε ειδικές συμβάσεις έργου αορίστου χρόνου. Είναι ίσως περιττό να τονιστεί ότι οι γιατροί των τριών κατηγοριών κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά. Γι’ αυτό άλλωστε µε σειρά νομοθετημάτων επήλθε μισθολογική εξίσωση των κατηγοριών αυτών, ενώ αντιμετωπίστηκαν και τα ζητήματα εξέλιξης στην ιεραρχία και συμμετοχής στα διάφορα υπηρεσιακά όργανα των γιατρών µε συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου. Μια από τις τελευταίες νομοθετικές ρυθμίσεις για τους γιατρούς του ΙΚΑ µε ειδικές συμβάσεις έργου αορίστου χρόνου αντιμετώπισε η ΟλΑΠ 21/2007. Επρόκειτο για την αναδρομική ή µη εφαρμογή του νόμου που αναγνώρισε την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας για τους γιατρούς αυτούς, έτσι ώστε να υπάρξει τακτοποίηση και αναδρομικά ανισοτήτων και ως προς την κοινωνική τους ασφάλιση. Η ΟλΑΠ έκρινε ψευδοερμηνευτικό τον σχετικό νόμο και έτσι περιόρισε την ισχύ του στον εφεξής χρόνο.
ΙΙΙ. Μια στάθμιση των συνεπειών που θα είχε τυχόν επικράτηση των απόψεων της ΟλΑΠ 31/2007, ιδίως υπό το πρίσμα των παραδοχών του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 Σ (του λεγόμενου Μισθοδικείου)
Η στάθμιση των συνεπειών από την υιοθέτηση της μιας ή της άλλης ερμηνείας ή πορισματικής σκέψης αποτελεί µια δόκιμη μέθοδο ελέγχου της ορθότητας της λύσης που δίνεται κάθε φορά. Γι’ αυτό και τη βρίσκουμε συχνά στη νομολογία των δικαστηρίων και ιδίως στη νομολογία του ΣτΕ, του ΑΠ και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εδώ η στάθμιση των συνεπειών από την υιοθέτηση της άποψης που ακολούθησε η ΟλΑΠ 31/2007 για το θέμα της βραχείας παραγραφής οδηγεί σε µια καταλυτική διαπίστωση. Τυχόν υιοθέτηση μιας τέτοιας ερμηνείας θα έπληττε βαρύτατα και ανεπανόρθωτα το κύρος της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, τα δεδομένα που έχουν δημιουργήσει οι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 Σ για τα μισθολογικά των δικαστών έχουν δημιουργήσει δεδομένα τα οποία έχουν καταλυτική βαρύτητα για τη δικαζόμενη υπόθεση. Το Ειδικό Δικαστήριο σε όλες τις υποθέσεις δέχθηκε, όπως είναι γνωστό, την πενταετή παραγραφή για τις μισθολογικές αξιώσεις των δικαστών. Παραθέτουμε ως αντιπροσωπευτική για όλες τις αποφάσεις την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου 1/2005 (εισηγητής ο δικηγόρος Αντώνιος Αργυρός). Επρόκειτο εκεί για αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου λόγω αντισυνταγματικότητας (άρθρο 105 ΕισΝΑΚ). Η ευμενής ρύθμιση για τους δικαστικούς αντιπροσώπους Α’ τάξεως, που εξομοιώνονται μισθολογικά µε προέδρους πρωτοδικών, αντιμετωπίστηκε (και ορθά) ως αδικαιολόγητα δυσμενής για τους δικαστικούς λειτουργούς µε το βαθμό του πρωτοδίκη µε αντίστοιχα 7 έτη υπηρεσίας [(= αντίθεση στο άρθρο 88 παρ. 2 Σ (« … αποδοχές … ανάλογες µε το λειτούργημά τους»), που επιβάλλει καθορισμό των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών σε επίπεδο πάντοτε ανώτερο από εκείνο που ισχύει γενικά για τις αποδοχές των λοιπών δημόσιων λειτουργών και “υπαλλήλων (ΕιδΔικαστ 1/2005)]. Ιδίως όταν πρόκειται για υψηλότερες αποδοχές που δεν ανταποκρίνονται σε δαπάνες των λαμβανόντων, ούτε συνάπτονται µε την ιδιαίτερη φύση των υπηρεσιών που παρέχουν, αλλά αποτελούν απλή αύξηση των αποδοχών τους. Ο δημιουργικός έλεγχος και εκεί οδήγησε σε επέκταση της ευμενούς ρύθμισης και στους δικαστές. Κατά την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου η διάταξη για το ύψος του νόμιμου και της υπερημερίας τόκου για κάθε οφειλή του Δημοσίου στο 6% αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 Σ, 6 και 14 (απαγόρευση γενικά διακρίσεων στην απόλαυση όλων των δικαιωμάτων) της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 3 α’ και β’, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/97: πρόσφορη προστασία έναντι προσβολών, ισότητα όλων ενώπιον των δικαστηρίων, όλα τα πρόσωπα είναι ίσα ενώπιον του νόμου – απαγόρευση κάθε διάκρισης), γιατί θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου σε σχέση µε τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 252/2005, ΣτΕ 3651/2002). Άρα οφείλεται ο εκάστοτε ισχύων τόκος υπερημερίας από την επίδοση και αναγνωριστικής αγωγής (ΕιδΔικαστ 1/2005). Το θέμα της βραχείας διετούς παραγραφής απαιτήσεων δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων του Δημοσίου κατά το άρθρο 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 για το Δημόσιο Λογιστικό, έστω και αν η απαίτηση βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου (= και η αδικοπρακτική ευθύνη) ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, που αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η απαίτηση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής (ΑΠ 1726/2002), αντιμετωπίστηκε µε τον αρμόζοντα τρόπο: Διαπιστώθηκε δηλαδή αντίθεση του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 στο άρθρο 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ (υπερνομοθετική ισχύς), το ά. 4 παρ. 1 Σ (πενταετία για τις χρηματικές απαιτήσεις του Δημοσίου), το ά. 17 Σ, το ά. 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Κατά το Δικαστήριο, από το Σύνταγμα απορρέουν οι “αρχές της αλληλέγγυας αναλογικής ισότητας στην ανάληψη των δημόσιων βαρών και της νομιμότητας. Η κεντρική απόφανση του Δικαστηρίου (1/2005) είναι η εξής:
« … Συνεπώς κάθε διάταξη νόμου, η οποία χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τη σχετική ρύθμιση µε βάση πάντοτε την αρχή της αναλογικότητας, αίρει ή περιορίζει (άμεσα ή έμμεσα) την ευθύνη του Δημοσίου, µε αποτέλεσμα η καταβαλλόμενη αποζημίωση να µην είναι πλήρης, αντίκειται στις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές (βλ. Μπέης, Δ 26, 348). Έτσι και οι ανωτέρω ρυθμίσεις του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995, κατά το μέρος που µε αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπληρώσεως της παραγραφής μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1, 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 Σ, από τα άρθρα 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και τα άρθρα 2 παρ. 3 α’, β’, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/97), για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής δέον να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής κατ’ άρθρα 250, 937 ΑΚ».
Πρόκειται για ερμηνεία και πορισματικές σκέψεις που αρμόζουν για τους ίδιους ακριβώς λόγους και στη δικαζόμενη υπόθεση. Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο ανεπανόρθωτα θα τραυματιζόταν το κύρος της δικαιοσύνης, αν δεχόταν το Δικαστήριο σας ότι για όλους τους άλλους πλην των δικαστών ισχύει η βραχεία παραγραφή των δύο ετών».
Comments are closed