Τα νέα μας
ΝΕΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ!
ΜΕΙΩΣΗ ΕΠΙΒΛΗΘΕΝΤΟΣ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΕΡΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ 94 % ΠΕΡΙΠΟΥ.
Κείμενο απόφασης
Αριθμός απόφασης: 3982/2017
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 17ο Τριμελές
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Νοεμβρίου 2016, με δικαστές τους: Παναγή Κουτρίκη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ευτυχία Κούρλα- Εισηγήτρια και Δημήτριο Τοπάλογλου, Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα τον Παναγιώτη Θεοδωρακόπουλο, δικαστικό υπάλληλο, για να δικάσει την από 20 Δεκεμβρίου 2013 (αριθ.καταχ. 1553/20.12.2013) προσφυγή:
του σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών Βόρειας Ελλάδας», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, για το οποίο παρέστησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Κωνσταντίνος Μαμέλης με δήλωση κατ’ άρθρο 133 παρ.2 Κ.Δ.Δ. και Φώτης Χατζηφώτης,
κ α τ ά της Επιτροπής Ανταγωνισμού, που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Κότσικα αριθ.1Α και Πατησίων αριθ. 70), η οποία παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Βασίλειο Τουντόπουλο.
Κατά τη συζήτηση οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1.Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1326290-4 ειδικά έντυπα παραβόλου σειράς Α΄), ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση, άλλως η τροποποίηση, της 554/VII/2012 απόφασης της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκε σε βάρος του προσφεύγοντος σωματείου πρόστιμο ύψους 267.084 ευρώ για παράβαση των άρθρων 1 του ν.703/1977 «Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού» (Α΄ 278) και 1 του ν.3959/2011 «Προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού» (Α΄ 93).
2.Επειδή, ο ν.703/1977, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 51 του ν.3959/2011, ο οποίος ισχύει από 20.4.2011 (άρθρο 55 αυτού), όριζε στο άρθρο 1 παρ.1 ότι: «Απαγορεύονται πάσαι αι συμφωνίαι μεταξύ επιχειρήσεων, πάσαι αι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οιασδήποτε μορφής ενηρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, αι οποίαι έχουν ως αντικείμενον ή αποτέλεσμα την παρακώλυσιν, τον περιορισμόν ή την νόθευσιν του ανταγωνισμού, ιδία δε αι συνιστάμεναι εις: α) τον άμεσον ή έμμεσον καθορισμόν των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β)…». Αντιστοίχως, ο ν.3959/2011 ορίζει στο άρθρο 1 παρ.1 ότι: «Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην Ελληνική Επικράτεια, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται: α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής…». Κατά τις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες υπό το φως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, στην έννοια της «επιχείρησης» υπάγεται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποτελεί φορέα οικονομικής δραστηριότητας, τουτέστιν που ασκεί δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, ανεξάρτητα από το νομικό του καθεστώς και τον τρόπο χρηματοδότησής του, ενώ μια επαγγελματική οργάνωση αποτελεί, κατ’ αρχήν, «ένωση επιχειρήσεων» κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων. Μία απόφαση δε επαγγελματικής οργάνωσης, η οποία εναρμονίζει τις αμοιβές επιχειρήσεων- μελών της είτε άμεσα με τον καθορισμό κατώτατων ορίων αμοιβών είτε έμμεσα, όπως μέσω του καθορισμού ανώτατων ή προκαθορισμένων εκπτώσεων, έχει ως συνέπεια τον περιορισμό του ανταγωνισμού και εμπίπτει στα άρθρα 1 του ν.703/1977 και 1 του ν.3959/2011, εκτός αν ο καθορισμός των αμοιβών γίνεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες δεν συντρέχουν εν προκειμένω (πρβ. ΣτΕ 148-150/2015 Ολομ.). Εξάλλου, στις ίδιες ως άνω διατάξεις εμπίπτουν οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού, ασχέτως των αποτελεσμάτων τους ή της μη εφαρμογής τους στην πράξη ή του εάν επιδιώκεται με αυτές και κάποιος νόμιμος σκοπός (πρβ. ΣτΕ 2774-5/2014, 2365, 2007/2013 7μ., 2780/2012 7μ. με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία του ΔΕΚ και του ΠΕΚ).
3.Επειδή, εξάλλου, το άρθρο 9 του ως άνω ν.703/1977 προέβλεπε στις παρ.1 και 2 ότι: «1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν… διαπιστώσει παράβαση της παρ. 1 του άρθρου 1…, μπορεί με απόφασή της: α) … στ) να επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση. 2. (όπως είχε αντικατασταθεί από το άρθρο 4 παρ.6 του ν.2296/1995, Α΄ 43) Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης. Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης…». Εξάλλου, με την παρ.3 του άρθρου 17 του ν.3784/2009 (Α΄ 137/7.8.2009), ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 39 αυτού, ετέθη σε ισχύ μετά την πάροδο 30 ημερών από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, τροποποιήθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 9 του ν.703/1977 ως εξής: «Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της χρήσης κατά την οποία έπαυσε η παράβαση ή, αν αυτή συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης, της τρέχουσας χρήσης ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης αντιστοίχως», ενώ με την παρ.4 του ίδιου ως άνω άρθρου 17 προστέθηκε στο τέλος της παρ.2 του άρθρου 9 εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής: «Σε περίπτωση που επιβάλλεται πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, το επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθάριστων εσόδων των μελών αυτής, της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης». Περαιτέρω, στο άρθρο 25 του νεότερου νόμου 3959/2011 ορίζεται ότι: «1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν… διαπιστώσει παράβαση των άρθρων 1…, με απόφασή της, διαζευκτικά ή σωρευτικά, μπορεί: α)… δ) να επιβάλει πρόστιμο… 2. α) Το πρόστιμο που επαπειλείται ή επιβάλλεται κατά την περίπτωση δ΄… μπορεί να φτάνει μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών της επιχείρησης της χρήσης κατά την οποία έπαυσε η παράβαση ή, αν αυτή συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης, της προηγούμενης της έκδοσης της απόφασης χρήσης… Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα, η διάρκεια, η γεωγραφική έκταση της παράβασης, η διάρκεια και το είδος της συμμετοχής στην παράβαση της συγκεκριμένης επιχείρησης, καθώς και το οικονομικό όφελος που αποκόμισε… 3.Όταν η παράβαση που διέπραξε η ένωση επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, το πρόστιμο που επαπειλείται ή επιβάλλεται μπορεί να ανέρχεται μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού κύκλου εργασιών των μελών αυτής, της χρήσης κατά την οποία έπαυσε η παράβαση ή, αν αυτή συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης, της προηγούμενης της έκδοσης της απόφασης χρήσης…». Σχετικώς, έχει εκδοθεί η από 12.5.2006 ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού «Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 9 του ν. 703/1977, όπως ισχύει», στην οποία ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «…5. Για τον υπολογισμό του προστίμου, που πρέπει να επιβληθεί στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση, η Επιτροπή χρησιμοποιεί την ακόλουθη μέθοδο. 6. Πρώτον, καθορίζει ένα βασικό ποσό προστίμου για κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης. 7. Δεύτερον, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, προσαυξάνει ή μειώνει το βασικό ποσό, ανάλογα με το εάν συντρέχουν αντίστοιχα επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις. 8. Το βασικό ποσό του προστίμου προκύπτει ως εξής: α) ορίζεται ποσοστό ύψους μέχρι τριάντα τοις εκατό (30%) επί των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης από προϊόντα ή υπηρεσίες που αφορούν στην παράβαση, με κριτήριο τη σοβαρότητα αυτής και β) το ποσοστό αυτό υπολογίζεται επί των ετήσιων ως άνω εσόδων για κάθε έτος της παράβασης αθροιστικά. 9… 10.Προκειμένου να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παράβασης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της ιδίως το είδος της παράβασης, τα αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα που προκλήθηκαν ή απειλήθηκε να προκληθούν στην αγορά, το ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης στην παράβαση, το οικονομικό όφελος που αποκόμισαν ή επιδίωξαν να αποκομίσουν οι παραβάτες, την οικονομική δύναμη της/ των επιχειρήσεων που παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και την έκταση της γεωγραφικής αγοράς. 11… 12. Για τον υπολογισμό της διάρκειας της παράβασης λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη. Το ποσοστό επί των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης όπως καθορίστηκε κατά τα ανωτέρω υπολογίζεται για όλη τη χρονική διάρκεια της παράβασης.13…16. Εφόσον συντρέχουν τόσο επιβαρυντικές όσο και ελαφρυντικές περιστάσεις, το βασικό ποσό του προστίμου αρχικά προσαυξάνεται κατά την κρίση της Επιτροπής με βάση τις επιβαρυντικές περιστάσεις και στη συνέχεια το ποσό που προκύπτει μειώνεται με βάση τις ελαφρυντικές περιστάσεις. 17… 20. Το τελικό ποσό του προστίμου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 15% των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης της τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης. 21…». Σύμφωνα με τις ανωτέρω ρυθμίσεις της παρ.2 του άρθρου 9 του ν.703/1977 και των παρ.2 και 3 του άρθρου 25 του ν.3959/2011, το μέγιστο ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου, το οποίο σκοπεί όχι μόνο να κολάσει τις παράνομες πράξεις των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, αλλά και να αποτρέψει τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις, όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού, ορίζεται με βάση τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, κατά την τρέχουσα ή την προηγούμενη της παράβασης χρήση, μετά δε την ισχύ του ν.3784/2009, της χρήσης κατά την οποία έπαυσε η παράβαση ή, αν αυτή συνεχίζεται μέχρι την έκδοση της απόφασης, της τρέχουσας χρήσης ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης αντίστοιχα, και, προκειμένου περί παράβασης τελεσθείσας από ένωση επιχειρήσεων, με βάση το συνολικό κύκλο εργασιών των μελών αυτής κατά τις ίδιες χρήσεις, στοιχεία τα οποία αποτελούν ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος των επιχειρήσεων, ήτοι στοιχείων που μπορούν νομίμως να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παράβασης (πρβ. ΣτΕ 2365/2013 7μ.). Κατά την έννοια των ρυθμίσεων αυτών, ερμηνευομένων ενόψει και των αρχών της αναλογικότητας, της αποτελεσματικότητας και της επαρκούς αποτρεπτικότητας του προστίμου (βλ. ΣτΕ 2365/2013 7μ.), σε περίπτωση που μία παράβαση διαρκεί περισσότερα συναπτά έτη, αυτή δεν λογίζεται ως αυτοτελής για κάθε έτος, αλλά εξακολουθούσα και ενιαία χρονικώς, ώστε το προβλεπόμενο στο νόμο ανώτατο όριο να ισχύει για τη συνολική διάρκειά της, η διάρκεια δε αυτή λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, για την επιμέτρηση του ύψους του προστίμου. Συνεπώς, το ως άνω οριζόμενο στους ν.703/1977 και 3959/2011 ανώτατο όριο ισχύει για τη συνολική διάρκεια της παράβασης και όχι για κάθε έτος αυτής. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων ρυθμίσεων, για τον προσδιορισμό του ως άνω ανώτατου ορίου δεν λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των συνολικών ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης σε καθεμία από τις χρήσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται η παράβαση (μέθοδος υπολογισμού που κατ’ ουσία στοιχεί στην ως άνω απορριφθείσα ερμηνευτική εκδοχή ότι κάθε έτος διαρκούς παράβασης λογίζεται ως αυτοτελής παράβαση, για την εφαρμογή των άρθρων 9 παρ.2 του ν.703/1977 και 25 παρ.2 και 3 του ν.3959/2011), αλλά ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχείρησης σε μία μόνο χρήση και συγκεκριμένα, σε εκείνη κατά την οποία έπαυσε η παράβαση ή στην προηγούμενη της έκδοσης της απόφασης χρήση. Εξάλλου, οι κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, προς ενίσχυση της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των επιχειρήσεων, αναφορικά με τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλει, βάσει του άρθρου 9 του ν.703/1977, μπορεί μεν, στο μέτρο που ενέχουν αυτοπεριορισμό της ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας κατά την επιμέτρηση των προστίμων, να δεσμεύουν κατ’ αρχήν την Επιτροπή και, κατά τούτο, να παράγουν έννομα αποτελέσματα, αλλά δεν αποτελούν κανόνες δικαίου και η εφαρμογή τους από τη Διοίκηση δεν υποχρεώνει το Δικαστήριο να τους εφαρμόσει, όταν αποφαίνεται επί προσφυγής κατά της οικείας καταλογιστικής πράξης της Επιτροπής Ανταγωνισμού και προβαίνει, κατ’ ενάσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, στον καθορισμό του προσήκοντος ύψους του προστίμου (ΣτΕ 1881/2014).
4.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Το προσφεύγον σωματείο, ιδρυθέν το έτος 1975, αποτελεί πρωτοβάθμια επαγγελματική οργάνωση ιδιοκτητών κέντρων ξένων γλωσσών, στην οποία μετέχουν φυσικά πρόσωπα- ιδιοκτήτες κέντρων ξένων γλωσσών που βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα, αριθμούσε δε, κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, 198 μέλη, δραστηριοποιούμενα ιδίως στους Νομούς Θεσσαλονίκης και Πέλλας. Είναι μέλος της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών» (Π.Ο.Ι.Κ.Ξ.Γ.- PALSO), στους καταστατικούς σκοπούς της οποίας περιλαμβάνεται και η διεξαγωγή εξετάσεων γλωσσομάθειας LAAS (LANGUAGE ATTAINMENT ASSESSMENT SYSTEM) σε τέσσερις ξένες γλώσσες και, κατ’ αποκλειστικότητα, των εξετάσεων PEARSON TEST OF ENGLISH GENERAL (PTE GENERAL) του Οργανισμού EDEXCEL, τα πιστοποιητικά γλωσσομάθειας του οποίου αναγνωρίζονται από το Α.Σ.Ε.Π. ως απαιτούμενα προσόντα για την απόδειξη του επιπέδου της γνώσης ξένης γλώσσας στο πλαίσιο διαδικασίας διορισμού σε θέσεις φορέων του δημόσιου τομέα. Κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα που διενεργήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά το έτος 2011 (βλ. την 4718/2012 έκθεση του ορισθέντος Εισηγητή) διαπιστώθηκε η ύπαρξη ρητρών στο Καταστατικό του Συλλόγου και στον Κανονισμό Δεοντολογίας που είχε συντάξει αυτός που αφορούν, αντίστοιχα, το συντονισμό του επιπέδου τιμών μεταξύ των μελών του υπό την έννοια του καθορισμού των κατώτατων τιμών διδάκτρων και του δικαιώματος εγγραφής καθώς και των όρων περί παροχής εκπτώσεων και τη μη συμμετοχή σπουδαστών μη μελών του Συλλόγου στις εξετάσεις γλωσσομάθειας που διοργανώνει αυτός για λογαριασμό της Π.Ο.Ι.Κ.Ξ.Γ. Ειδικότερα, στο άρθρο 2 περ.Ι.1 του ισχύοντος από το έτος 2004 Καταστατικού του Συλλόγου αναφέρεται µεταξύ των σκοπών αυτού «[ο] καθορισµός κατώτατων ορίων στα δίδακτρα και το δικαίωµα εγγραφής για όλα τα κέντρα – µέλη». Επίσης, στο άρθρο 8 του θεσπισθέντος το έτος 1993 Κανονισµού ∆εοντολογίας του Συλλόγου ορίζεται ότι: «οι παρεχόμενες εκπτώσεις σε αδέλφια/πολύτεκνους/µαθητές που φοιτούν σε δεύτερη γλώσσα είναι αυτές που επιτρέπονται. Επιτρέπεται επίσης η χορήγηση εκπτώσεων ή η δωρεάν φοίτηση σε μαθητές που έχουν συγγενική σχέση µέχρι δευτέρου βαθµού µε τα µέλη και σε αποδεδειγμένες περιπτώσεις απορίας. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η χορήγηση εκπτώσεων και η παροχή δωρεάν φοίτησης συνιστά αθέµιτο ανταγωνισµό και απαγορεύεται ρητά. Απαγορεύεται η έκπτωση να γίνεται αντικείμενο διαφήµισης», ενώ στο άρθρο 12 του ίδιου Κανονισµού ορίζεται ότι: «τα µέλη του Συλλόγου µμπορούν να συγκατέχουν µόνο στις εξετάσεις γλωσσομάθειας όπως καθορίζει το Καταστατικό του Συλλόγου. ∆ικαίωµα συμμετοχής στις εξετάσεις γλωσσομάθειας που διοργανώνει η Π.Ο.Ι.Φ.Ξ.Γ. (PALSO) έχουν µόνο τα φροντιστήρια µέλη του Συλλόγου. Μπορούν να γίνουν δεκτοί κατ’ εξαίρεση μαθητές που δεν προέρχονται από φροντιστήρια-µέλη, µόνο µετά από απόφαση του ∆.Σ.. Τα µέλη είναι υποχρεωμένα να δηλώνουν αποκλειστικά και µόνο µμαθητές που φοιτούν στα φροντιστήριά τους». Από τα ανωτέρω σε συνδυασμό με τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διεξαχθείσα έρευνα καθώς και την ενώπιόν της ακροαματική διαδικασία, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: Το Καταστατικό και ο Κανονισµός ∆εοντολογίας του προσφεύγοντος Συλλόγου συνιστούν αποφάσεις ένωσης επιχειρήσεων κατά την έννοια των άρθρων 1 παρ.1 του ν.703/1977 και του ν.3959/2011. Η δεσμευτικότητα των ως άνω κειµένων προκύπτει, κατά την Επιτροπή, από τη νοµική φύση του Καταστατικού, που επιφυλάσσει στην Γενική Συνέλευση του Συλλόγου την αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης παραβατικής συμπεριφοράς εκ µέρους των µελών (άρθρα 6 και 7) και από τη νοµική φύση του Κανονισµού ∆εοντολογίας, στο προοίµιο του οποίου επιτάσσεται σαφώς η τήρηση από τα µέλη των προβλεπόμενων στις διατάξεις του κανόνων δεοντολογίας («ορίζονται κανόνες δεοντολογίας τους οποίους τα µέλη… οφείλουν… να τηρούν κατά την άσκηση της επαγγελµατικής τους δραστηριότητας»), ενώ απειλούνται και πειθαρχικές ποινές σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων των µελών. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 17 αυτού προβλέπεται ρητά η σύσταση Επιτροπής Τήρησης του Κανονισµού ∆εοντολογίας, η κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας και η επιβολή κυρώσεων για την παράβαση των απορρεουσών από τις διατάξεις του Κανονισµού υποχρεώσεων. Περαιτέρω, η ύπαρξη των ως άνω ρητρών στο Καταστατικό του Συλλόγου (άρθρο 2 περ.Ι.1) και στον Κανονισμό Δεοντολογίας που είχε συντάξει αυτός (άρθρα 8 και 12), που αφορούν αφενός το συντονισμό του επιπέδου τιμών μεταξύ των μελών του υπό την έννοια του καθορισμού των κατώτατων τιμών διδάκτρων και του δικαιώματος εγγραφής καθώς και των όρων περί παροχής εκπτώσεων, αφετέρου τη μη συμμετοχή σπουδαστών μη μελών του Συλλόγου στις εξετάσεις γλωσσομάθειας που διοργανώνει αυτός, συνιστούν, κατά την Επιτροπή, ρυθμίσεις η πρώτη από τις οποίες δύναται να επηρεάσει εξ αντικειμένου το επίπεδο ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, ενώ η δεύτερη δύναται να περιορίσει εκ του αποτελέσματος τη λειτουργία του ανταγωνισμού λόγω της δυνατότητας περιορισμού µε αυθαίρετα, µη αντικειμενικά και επιφέροντα διάκριση κριτήρια της συμμετοχής τρίτων στις εν λόγω εξετάσεις, θέτοντας σε μειονεκτική θέση τους ανταγωνιστές των μελών του Συλλόγου και, συνεπώς, εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 του ν.703/1977 και 1 παρ.1 του ν.3959/2011. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι, όπως διαπιστώθηκε, ο Σύλλογος δεν φαίνεται να έλαβε κάποια συγκεκριμένη εφαρµοστική απόφαση περί καθορισµού διδάκτρων σε συμμόρφωση µε την ανωτέρω καταστατική πρόβλεψη, µε εξαίρεση το άρθρο 8 του Κανονισµού ∆εοντολογίας, που καθορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες τα µέλη του Συλλόγου δύνανται να χορηγούν εκπτώσεις, όπως προκύπτει ειδικότερα από τα πρακτικά των Γενικών Συνελεύσεων της 28ης.8.2004, της 26ης.8.2009 και της 30ης.8.2010 που αναφέρονται στη µη ρύθμιση του ύψους των διδάκτρων από την Πολιτεία, ενώ στις Συνελεύσεις της 30ης.8.2005 και της 28ης.8.2006 φαίνεται να έγιναν συζητήσεις αναφορικά µε τα δίδακτρα, χωρίς ωστόσο να ληφθούν σχετικές περαιτέρω αποφάσεις` επίσης, και η πρόταση που διατυπώθηκε στη Γενική Συνέλευση της 30ης.8.2010 περί επιβολής πλαφόν στα κατώτατα δίδακτρα δεν φαίνεται να υιοθετήθηκε, αν και, όπως διαπιστώθηκε από τη διενεργηθείσα έρευνα, είχαν γίνει γραπτές και προφορικές συστάσεις (µε τη µορφή συμβουλής και όχι κύρωσης) σε δύο ιδιοκτήτες κέντρων ξένων γλωσσών που εφήρμοζαν χαµηλά δίδακτρα, μόνες δε ενδείξεις ως προς τη λήψη εφαρµοστικών µέτρων µε αντικείμενο την εναρμόνιση της τιµολογιακής πολιτικής των µελών του Συλλόγου είναι οι αναφορές στη Γενική Συνέλευση της 28ης.8.2004 σε προτροπή περί ανώτατης αύξησης 8% και στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 4ης.2.2005 σε µειωµένα δίδακτρα. Ομοίως, παρά το γεγονός ότι από τη διενεργηθείσα έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο Σύλλογος δεν φαίνεται να υιοθέτησε στην πράξη αυθαίρετα κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης της συμμετοχής σπουδαστών που προέρχονται από κέντρα ξένων γλωσσών µη µέλη του Συλλόγου, η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 12 του Κανονισµού δύναται να περιορίσει εκ του αποτελέσµατος τον ανταγωνισµό, εισάγοντας διακρίσεις κατά την αποδοχή σπουδαστών µη µελών του Συλλόγου στις εξετάσεις γλωσσομάθειας που αυτός διοργανώνει, δυσχεραίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη λειτουργία του ανταγωνισµού και θέτοντας τα κέντρα ξένων γλωσσών µη µέλη του Συλλόγου σε δυσμενή θέση έναντι των µελών αυτού. Ενόψει αυτών, η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με την προσβαλλόμενη απόφασή της, έκρινε ότι συνέτρεχε νόμιμη περίπτωση επιβολής σε βάρος του προσφεύγοντος Συλλόγου προστίμου κατά το άρθρο 25 παρ.1 του ν.3959/2011 (πρώην άρθρο 9 του ν.703/1977), κατά την επιμέτρηση του οποίου έλαβε υπόψη: α) την φύση των παραβάσεων και, συγκεκριμένα, ότι ο Σύλλογος προέβη στον καθορισµό τιµών µεταξύ των µελών (καθορισμός των όρων περί παροχής εκπτώσεων και των κατώτατων τιµών διδάκτρων), παράβαση η οποία, κατά πάγια πρακτική και νοµολογία, κρίνεται ως ιδιαίτερα σοβαρή, ενώ η ρήτρα µη συμμετοχής σπουδαστών µη µελών του Συλλόγου στις εξετάσεις γλωσσομάθειας που περιλαμβάνεται στις καταστατικές του προβλέψεις συνιστά περιορισµό του ανταγωνισµού εκ του αποτελέσµατος, β) το γεγονός ότι ο άµεσος ή έµµεσος καθορισµός τιµών συνιστά σαφή παράβαση και σοβαρό περιορισµό του ανταγωνισµού, ο οποίος από τη φύση του τεκμαίρεται ότι έχει αντίκτυπο στην αγορά (όσον αφορά τη ρήτρα µη συμμετοχής σπουδαστών µη µελών του Συλλόγου στις εξετάσεις γλωσσομάθειας, ο πραγματικός ή δυνητικός αντίκτυπος της εν λόγω περιοριστικής του ανταγωνισµού πρακτικής δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς, όπως, επίσης, και το οικονοµικό όφελος που αποκόµισαν ή επιδίωξαν να αποκοµίσουν οι παραβάτες από τις προαναφερθείσες πρακτικές), γ) τη σημαντική οικονοµική δύναµη του Συλλόγου, ο οποίος κατέχει μεγάλο µερίδιο στο επίπεδο των νοµών που δραστηριοποιείται, λόγω του συγκριτικά μεγάλου αριθμού των κέντρων ξένων γλωσσών που μετέχουν σε αυτόν (κατά τα έτη 2005- 2010 συγκέντρωνε στους νομούς αυτούς κατά μέσο όρο ποσοστό 32% επί του συνόλου των εγγεγραμμένων κέντρων ξένων γλωσσών), δ) την έκταση της γεωγραφικής αγοράς που εκτείνεται σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, ήτοι σε σηµαντικό µέρος της ελληνικής επικράτειας και ε) τη διάρκεια των παραβάσεων που καταλαμβάνουν το χρονικό διάστηµα από την ημερομηνία υιοθέτησης του Κανονισµού ∆εοντολογίας του Συλλόγου (4.9.1993) έως τουλάχιστον το τέλος του 2011. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία η Επιτροπή προσδιόρισε, κατ’ εφαρμογή της ως άνω παρ.3 του άρθρου 25 του ν.3959/2011 (ως εισάγουσας ευνοϊκότερη ρύθμιση, λόγω της πρόβλεψης χαμηλότερου ανώτατου ορίου προστίμου, σε σχέση με την προϊσχύουσα διάταξη της παρ.2 του άρθρου 9 του ν.703/1977) σε συνδυασμό με την από 12.5.2006 ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, ως βασικό πρόστιμο για τη διαπιστωθείσα παράβαση ποσοστό 0,1% επί του συνολικού κύκλου εργασιών των μελών του Συλλόγου στη σχετική αγορά κατ’ έτος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, στοιχεία με βάση τα οποία, λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι δεν προέκυψαν συγκεκριμένες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, καθόρισε το τελικό ποσό του προστίμου σε 267.084 ευρώ. Με την κρινόμενη προσφυγή αμφισβητούνται η νομιμότητα και η ορθότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
5.Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται κατ’ αρχάς ότι κατά τις συνεδριάσεις της Επιτροπής, κατά τις οποίες εξετάστηκε η ένδικη υπόθεση (23.7, 24.7 και 12.10.2012) και εκδόθηκε η απόφαση (18.12.2012) η Επιτροπή συνεδρίασε χωρίς να έχει συγκροτηθεί νομίμως κατά την παρ.2 του άρθρου 12 του ν. 3959/2011, διότι αποτελείτο από επτά μόνο μέλη, αντί των οκτώ που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, αφού, μετά τον διορισμό στις 16.3.2012 του μέχρι τότε Εισηγητή Δημήτριου Λουκά στη θέση του Αντιπροέδρου (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 121/16.3.2012) προς τον σκοπό εφαρμογής του νέου νόμου, η κενωθείσα θέση του Εισηγητή, που αυτός κατείχε, δεν πληρώθηκε, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να απαρτίζεται από τρεις μόνον Εισηγητές αντί για τέσσερις, όπως απαιτεί η προαναφερθείσα διάταξη. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή συνεδρίασε σε Ολομέλεια στις 23.7, 24.7 και 12.10.2012 με την εξής σύνθεση: Πρόεδρος: Δημήτριος Κυριτσάκης. Αντιπρόεδρος: Δημήτριος Λουκάς. Μέλη: Ιωάννης Μπιτούνης (Εισηγητής), Εμμανουέλα Τρούλη, Βικτωρία Μερτικοπούλου, Δημήτριος Δανηλάτος και Ιωάννης Αυγερινός, συνήλθε δε σε διάσκεψη και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 18.12.2012, με τη συμμετοχή του προαναφερόμενου εισηγητή της υπόθεσης Ιωάννη Μπιτούνη, ο οποίος δεν έλαβε μέρος στη ψηφοφορία.
6.Επειδή, o ν.703/1977 προέβλεπε, στην παρ. 3 του άρθρου 8 αυτού, όπως κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων ίσχυσε τελικώς μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 11 του ν. 3874/2009, συγκρότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού από εννέα τακτικά μέλη, μεταξύ των οποίων τους πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης Πρόεδρο και τέσσερις Εισηγητές (καθώς και πέντε αναπληρωματικά). Ο νεότερος ν.3959/2011 στο μεν άρθρο 12 ορίζει ότι: «1. Συνιστάται Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή… 2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συγκροτείται από οκτώ τακτικά μέλη, από τα οποία ένα είναι ο Πρόεδρος, ένα ο Αντιπρόεδρος και τέσσερις Εισηγητές… Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και οι Εισηγητές είναι…πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης… Επιπλέον των τακτικών μελών ορίζονται και δύο αντίστοιχα αναπληρωματικά μέλη… Όταν απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει ο Πρόεδρος, αναπληρώνεται από τον Αντιπρόεδρο και ο Αντιπρόεδρος από τον Εισηγητή που είναι αρχαιότερος κατά το διορισμό. Όταν απουσιάζει, κωλύεται ή ελλείπει Εισηγητής αναπληρώνεται από άλλον Εισηγητή κατά την πιο πάνω αρχαιότητα κατά το διορισμό. 3. … Αν πεθάνει, παραιτηθεί ή εκπέσει ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος ή μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού διορίζεται νέος Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος ή νέο μέλος για το υπόλοιπο της θητείας. Μέχρι το διορισμό Προέδρου, Αντιπροέδρου ή νέου μέλους ή μελών, η λειτουργία της Επιτροπής δεν διακόπτεται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 7 του άρθρου 15… Η θητεία των μελών της Επιτροπής Ανταγωνισμού παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέων. 4. …», στη δε παρ. 7 του άρθρου 15 ότι: «Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεδριάζει νόμιμα σε Ολομέλεια, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, ο Εισηγητής που έχει ορισθεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση, και δύο τουλάχιστον μέλη, τακτικά ή αναπληρωματικά, αποφασίζει δε, κατά πλειοψηφία των παρόντων. Στις συνεδριάσεις και διασκέψεις της Ολομέλειας… της Επιτροπής Ανταγωνισμού συμμετέχει ο Εισηγητής που έχει ορισθεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση χωρίς δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προεδρεύοντος… ». Περαιτέρω, στο άρθρο 50 «Μεταβατικές διατάξεις» ορίζεται ότι: «1. … 3. Τα υπηρετούντα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα οποία είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, παραμένουν στη θέση τους μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Τα λοιπά μέλη παραμένουν στη θέση τους μέχρι το διορισμό Αντιπροέδρου και νέων μελών κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, οπότε και λήγει αυτοδικαίως η θητεία τους… Η Επιτροπή με την υφιστάμενη σύνθεσή της συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά της μέχρι το διορισμό κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου του Αντιπροέδρου και των νέων μελών, οι δε Εισηγητές εξακολουθούν να διατηρούν το δικαίωμα ψήφου».
7.Επειδή, η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεστήθη με το άρθρο 8 του ν.703/1977 όπως αυτό τροποποιήθηκε, ως ανεξάρτητη αρχή αρμόδια για τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων περί ανταγωνισμού που τόση σημασία έχουν στην σημερινή οικονομική πραγματικότητα. Και ναι μεν με τον ν.3959/2011 προβλέφθηκαν αλλαγές στη δομή και την οργάνωσή της, αφορώσες, μεταξύ άλλων, στον αριθμό των μελών της, καθώς και στον τρόπο επιλογής και διορισμού αυτών, ελήφθη ωστόσο μέριμνα ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια και η αδιάλειπτη λειτουργία της (βλ. αιτιολογική έκθεση του νόμου), ιδιαίτερα κρίσιμη για την επιτέλεση του σημαντικού έργου της. Έτσι, με το άρθρο 50 παρ.3 του νόμου αυτού προβλέφθηκε εξάντληση της θητείας των υπηρετούντων μελών πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης (προέδρου και εισηγητών), συνέχιση δε της θητείας των λοιπών μελών και της άσκησης των καθηκόντων της Επιτροπής Ανταγωνισμού υπό το οργανωτικό σχήμα του ν.703/1977 μέχρι το διορισμό Αντιπροέδρου και νέων μελών κατά τον ν.3959/2011. Για τη μετάβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού στο νέο της σχήμα, αυτό του άρθρου 12 του ν.3959/2011, δεν προβλέφθηκε, συνεπώς, διορισμός εισηγητών. Εξάλλου, ενόψει της ανάγκης διασφάλισης της αδιάλειπτης, απρόσκοπτης και εύρυθμης λειτουργίας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ο νομοθέτης, με το άρθρο 12 παρ.3 του ν.3959/2011, προέβλεψε ότι σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή έκπτωσης του Προέδρου, του Αντιπροέδρου ή μέλους αυτής και μέχρι τον ορισμό αντικαταστάτη, η λειτουργία της Επιτροπής δεν διακόπτεται υπό την προϋπόθεση να συμμετέχουν στην Ολομέλεια ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, ο Εισηγητής της υπόθεσης και δύο τουλάχιστον μέλη, τακτικά ή αναπληρωματικά. Από την πρόβλεψη αυτή συνάγεται ότι και σε περίπτωση, όπως η κρινόμενη, που μέλος της Επιτροπής (εισηγητής) ορίστηκε ως Αντιπρόεδρος, κατά δε τον τρόπο αυτό κενώθηκε η θέση του, δεν υφίσταται πλημμελής συγκρότηση αυτής, ανεξαρτήτως του κατά πόσο ορίστηκε άλλος στην κενωθείσα θέση (ΣτΕ 4448/2014 7μ.). Κατ’ ακολουθία, ο ανωτέρω λόγος της κρινόμενης προσφυγής είναι απορριπτέος.
8.Επειδή, ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος λόγος της προσφυγής περί μη νόμιμης συγκρότησης της Επιτροπής Ανταγωνισμού λόγω λήξης της θητείας μελών αυτής, ήτοι του Προέδρου αυτής στις 3.9.2012 και των Εισηγητών στις 7.9.2012. Και τούτο, διότι τα ως άνω μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού νομίμως μετείχαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης που εκδόθηκε στις 18.12.2012, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ.3 εδάφ. τελευταίο του ν.3959/2011, η θητεία τους παρατάθηκε αυτοδικαίως έως το διορισμό νέων μελών, δεδομένου, άλλωστε, ότι το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη λήξη της θητείας των ως άνω μελών έως την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης κείται πάντως εντός του εύλογου χρόνου κατά τον οποίο είναι ανεκτή η παράταση της θητείας των μελών της Επιτροπής επί όσο χρόνο δεν έχουν ακόμη οριστεί τα νέα μέλη, ενόψει και της, κατά τα προαναφερθέντα, ανάγκης διασφάλισης της αδιάλειπτης, απρόσκοπτης και εύρυθμης λειτουργίας αυτής (πρβ. ΣτΕ 3515/2013 Ολομ.).
9.Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη δεύτερη σκέψη, η αναφορά μεταξύ των σκοπών του προσφεύγοντος Συλλόγου του καθορισμού ελάχιστου επιπέδου διδάκτρων στο Καταστατικό αυτού (όπως αυτό ίσχυε έως την εγκριθείσα με την προσκομιζόμενη 14613/5.6.2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης τροποποίησή του, η οποία, ως μεταγενέστερη των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη) καθώς και η πρόβλεψη στον Κανονισμό Δεοντολογίας περί των χορηγούμενων από τα μέλη αυτού εκπτώσεων, στοιχειοθετούν εξ αντικειμένου περιορισµούς του ανταγωνισµού. Και τούτο παρά τη µη λήψη µέτρων σε εφαρμογή του άρθρου 2 περ.Ι.1 του Καταστατικού, δεδομένου ότι η υιοθέτηση και μόνον της εν λόγω ρήτρας δημιουργεί την πεποίθηση στα µέλη του Συλλόγου ότι ο συντονισµός για το επίπεδο των διδάκτρων είναι θεµιτός, διαμορφώνει το πλαίσιο για την επίτευξη µίας τέτοιας συνεννόησης και δύναται να λειτουργήσει αποτρεπτικά στη διαμόρφωση των τιμών μέσω της ελεύθερης διαπραγμάτευσης, ενώ εδραιώνει στα μέλη του την αντίληψη ότι είναι αρµόδιος να λειτουργεί ρυθμιστικά σε περιπτώσεις παρέκκλισης από ένα γενικά αποδεκτό επίπεδο τιµών, όπως, προκύπτει και από τις υποβληθείσες καταγγελίες σε βάρος των δύο ιδιοκτητών κέντρων ξένων γλωσσών στους οποίους, κατά τα προαναφερθέντα, ο Σύλλογος απηύθυνε συστάσεις. Περαιτέρω, το άρθρο 8 του Κανονισμού Δεοντολογίας που επιβάλλει στα µέλη του Συλλόγου να χορηγούν εκπτώσεις µόνο σε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων και απαγορεύει ρητά τη χορήγηση εκπτώσεων σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, αποκλείοντας έτσι κάθε διαφοροποίηση από τον θεσπισμένο κανόνα, έχει ως συνέπεια ότι τα µέλη του εμποδίζονται και δεν µμπορούν να παράσχουν µε την ίδια ευκολία εκπτώσεις σε άλλες κατηγορίες καταναλωτών, µε συνέπεια να περιορίζεται η δυνατότητά τους να παρέχουν χαμηλότερες τιµές σε περιπτώσεις άλλες από τις συλλογικά καθαρισμένες, ακόµα και αν θεωρηθεί ότι στην πράξη είχαν αυτή τη δυνατότητα, η εν λόγω ρύθμιση δε δεν καταλαμβάνει µόνο την παροχή δωρεάν µαθηµάτων, αλλά κάθε εκπτωτικής τιμολόγησης σε κατηγορία πελατών άλλη από τις καθορισμένος σε αυτήν, ενώ επιβάλλει και έναν πρόσθετο περιορισµό που προφανώς αποβλέπει στην πλήρη εξάλειψη κάθε ανταγωνισµού σε επίπεδο εκπτώσεων, αυτόν της απαγόρευσης διαφήµισης/αναγγελίας της όποιας εκπτωτικής πολιτικής, προφανώς ακόµα και των εκπτώσεων που χορηγούνται στις κατηγορίες πελατών που επιτρέπει ο Κανονισµός. Επίσης, το άρθρο 12 του Κανονισµού, εφόσον με αυτό προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση μόνον συµµετοχή σπουδαστών τρίτων φροντιστηρίων στις εξετάσεις γλωσσομάθειας – που διοργανώνονται κατ’ αποκλειστικότητα από την Π.Ο.Ι.Κ.Ξ.Γ.- χωρίς να προσδιορίζονται συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια για την επιλογή ή τον αποκλεισµό τους και χωρίς να προβλέπεται διαδικασία κοινοποίησης των λόγων αποδοχής ή εξαίρεσης αλλά ούτε και διαδικασία αμφισβήτησης της σχετικής απόφασης από τους αιτούντες, θεσπίζει διακριτική μεταχείριση υπέρ του προσφεύγοντος Συλλόγου και μπορεί να περιορίσει εκ του αποτελέσµατος τον ανταγωνισµό, θέτοντας τα κέντρα ξένων γλωσσών µη µέλη του Συλλόγου σε δυσμενή θέση έναντι των µελών αυτού. Και ναι μεν ο προσφεύγων προβάλλει ότι οι προτεινόμενες από αυτόν ελάχιστες τιμές διδάκτρων ανταποκρίνονται στο ελάχιστο επίπεδο κόστους ενός ορθολογικά δομημένου φροντιστηρίου, όπως αυτό διαμορφώνεται από τις πάγιες λειτουργικές δαπάνες, την ευρύτερη αγορά και το κόστος ζωής σε συνδυασμό με το minimum της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, το οποίο δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πολλώ δε μάλλον κερδοσκοπίας και το ζητούμενο ενός ελάχιστου κέρδους που να δικαιολογεί τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ο λόγος δε ύπαρξής τους εντοπιζόταν στην αντιμετώπιση επανειλημμένων φαινομένων αθέμιτου ανταγωνισμού που διαπιστωνόταν από ορισμένα φροντιστήρια ξένων γλωσσών σε βάρος της ποιότητας του παρεχόμενου εκπαιδευτικού προϊόντος, πλην τα ανωτέρω δεν συνιστούν λόγους που επιτρέπουν περιορισμούς του ανταγωνισμού, οι οποίοι δικαιολογούνται μόνον εφόσον είναι απόλυτα αναγκαίοι για την προστασία ενός συγκεκριμένου υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ή αγαθού που δεν είναι δυνατό να προστατευθεί μέσω λιγότερο περιοριστικών μέτρων` αντιθέτως, στην προκειμένη περίπτωση ο καθορισμός κατώτατων διδάκτρων- που έχει, κατά τα προεκτεθέντα, σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισµό- δεν διασφαλίζει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς όφελος των καταναλωτών (πρβ. Ανακοίνωση της Επιτροπής, Έκθεση σχετικά με τον ανταγωνισμό στον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών, COM(2004) 83 τελικό, 9.2.2004, παρ.33). Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή η επικαλούμενη από τον προσφεύγοντα έλλειψη πρόθεσης περιορισμού του ανταγωνισμού καθώς και η, κατ’ αυτόν, μη επέλευση αντιανταγωνιστικού αποτελέσματος. Επίσης, είναι αβάσιμος και ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος περί κρατικού καθορισμού των διδάκτρων έως το έτος 2004, δεδομένου ότι, όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, οι σχετικές ρυθμίσεις καθόριζαν μόνον το ανώτατο ποσοστό ετήσιας αύξησης των διδάκτρων που υπολογιζόταν επί των εκάστοτε εφαρμοζόμενων από τα κέντρα ξένων γλωσσών διδάκτρων και όχι ελάχιστες τιμές, στις οποίες αναφέρεται η επίμαχη καταστατική πρόβλεψη. Τέλος, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι η απαγόρευση συμμετοχής σπουδαστών μη μελών του Συλλόγου στις εξετάσεις γλωσσομάθειας ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη δεν αναιρεί τη διαπιστωθείσα, κατά τα ανωτέρω, καταστατική δυνατότητα αυτού να θέτει σε μειονεκτική θέση τους ανταγωνιστές των μελών του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, ορθώς η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι ο προσφεύγων Σύλλογος υπέπεσε σε παράβαση του άρθρων 1 παρ.1 του ν.703/1977 και 1 παρ.1 του ν.3959/2011 σε σχέση µε τον καθορισµό τιµών (διδάκτρων και εκπτώσεων) καθώς και τη ρήτρα απαγόρευσης συμμετοχής σπουδαστών µη µελών του Συλλόγου στις εξετάσεις γλωσσομάθειας κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, ο σχετικός δε με το αντίθετο λόγος της κρινόμενης προσφυγής είναι απορριπτέος.
10.Επειδή, ακολούθως, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται ότι παρά το νόμο εφαρμόστηκαν για τον προσδιορισμό του επιβληθέντος προστίμου οι διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 25 του ν.3959/2011, ενώ έως την έναρξη ισχύος του ν.3784/2009, με την παρ.4 του άρθρου 17 του οποίου τροποποιήθηκε η παρ.2 του άρθρου 9 του ν.703/1977, ως προς τη βάση υπολογισμού του προστίμου επί παραβάσεων διαπραττόμενων από ενώσεις επιχειρήσεων, εφαρμοστέες εν προκειμένω, ως επιεικέστερες, ήταν οι τελευταίες αυτές διατάξεις, όπως ίσχυαν προηγουμένως, δεδομένου ότι ναι μεν προέβλεπαν υψηλότερο ανώτατο όριο του επιβαλλόμενου προστίμου (15%), υπολογιζόμενο όμως επί των ακαθάριστων εσόδων του Συλλόγου και όχι επί του συνολικού κύκλου εργασιών του μελών αυτού.
11.Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, η Επιτροπή προσδιόρισε, κατ’ εφαρμογή της ως άνω παρ.3 του άρθρου 25 του ν.3959/2011 σε συνδυασμό με την από 12.5.2006 ανακοίνωση αυτής σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, ως βασικό πρόστιμο για τη διαπιστωθείσα παράβαση ποσοστό 0,1% επί των ετήσιων εσόδων των μελών του Συλλόγου στη σχετική αγορά κατ’ έτος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Το ύψος δε των εν λόγω εσόδων ορίστηκε για τα έτη 1993- 2004 και 2011, για τα οποία δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία, σε 14.137.987,42 ευρώ, που ισούται με το χαμηλότερο ετήσιο κύκλο εργασιών των μελών του προσφεύγοντος Συλλόγου κατά τη χρονική περίοδο της παράβασης και για το έτος 1993 (δ΄ τρίμηνο) σε 3.534.496,86 ευρώ με αναγωγή του ως άνω ποσού σε μηνιαία βάση, ενώ για τα έτη 2005- 2010 με βάση τα συλλεγέντα στοιχεία από τα ίδια τα μέλη (απευθείας ή μέσω του Συλλόγου) σε 15.543.746,16, 16.289.667,65, 16.357.947,30, 16.312.113,29, 15.252.501,01 και 14.137.987,42 ευρώ αντίστοιχα. Σύμφωνα όμως με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη, μη νομίμως το βασικό ποσό του προστίμου (και, συνακόλουθα, λόγω μη διαπίστωσης επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων, το τελικό ποσό του επιβληθέντος προστίμου) υπολογίστηκε με βάση το άθροισμα των συνολικών ακαθάριστων εσόδων των μελών του Συλλόγου κατά τα ανωτέρω έτη, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η παράβαση συνεχιζόταν κατά το έτος 2011, για τον υπολογισμό του προστίμου έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών των μελών του Συλλόγου μόνο κατά το έτος αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.3959/2011, που προβλέπουν το ανώτατο επιτρεπτό όριο του προστίμου, ανεξάρτητα από τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχει η από 12.5.2006 ανακοίνωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποτελούν κανόνες δικαίου. Ενόψει αυτών και δεδομένου ότι με τον ως άνω λόγο της κρινόμενης προσφυγής, αν και επί άλλης βάσης, αμφισβητείται πάντως η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης όσον αφορά ειδικότερα την επιμέτρηση του προστίμου, το επιβλητέο σε βάρος του προσφεύγοντος πρόστιμο για την ένδικη παράβαση πρέπει να υπολογιστεί με βάση το ύψος των ακαθάριστων εσόδων των μελών του κατά το έτος 2011 που, κατά τα προεκτεθέντα, ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή (14.137.987,42 ευρώ). Και ναι μεν με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλεται ότι η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 25 του ν.3959/2011, κατά το μέρος που προβλέπει ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται σε βάρος ένωσης επιχειρήσεων υπολογίζεται επί του συνολικού κύκλου εργασιών των μελών αυτής, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ.1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (L1), κατά την οποία στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα του συνολικού κύκλου εργασιών μόνον εκείνων των μελών που συμμετέχουν ενεργά στην αγορά που έχει επηρεαστεί από την παράβαση που διέπραξε η ένωση, πλην ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος διότι αφενός στην προκειμένη περίπτωση, όπως έκρινε η Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεν διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 101 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορά συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού, αφετέρου τα ακαθάριστα έσοδα των μελών του προσφεύγοντος Συλλόγου κατά το έτος 2011 ορίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, σε ποσό ίσο με το χαμηλότερο ετήσιο κύκλο εργασιών των μελών αυτού κατά τη χρονική περίοδο της παράβασης, ο δε προσφεύγων δεν επικαλείται συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι ο κύκλος εργασιών των ενεργών μελών του κατά το εν λόγω έτος υπολείπετο του προαναφερθέντος ποσού. Περαιτέρω, εφόσον η Επιτροπή προσδιόρισε το επιβληθέν πρόστιμο σε ποσοστό 0,1% επί του κύκλου εργασιών των μελών του Συλλόγου, ασκήσασα κατά τούτο την παρεχόμενη σε αυτήν από το νόμο διακριτική ευχέρεια κατά την επιμέτρηση του προστίμου (ΣτΕ 1036/2016, 1933/2013 7μ.), δεν συντρέχει περίπτωση αναπομπής σε αυτήν της υπόθεσης, κατ’ άρθρο 79 παρ.3 περ.γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, για τον υπολογισμό του επιβλητέου προστίμου, το εν λόγω πρόστιμο δε, προσδιοριζόμενο με βάση το ως άνω ποσοστό, ως εκ του οποίου, ενόψει και των στοιχείων που συνεκτίμησε προς τούτο η Επιτροπή, το επιβαλλόμενο πρόστιμο είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εύλογο και ανάλογο με το είδος και τη βαρύτητα της παράβασης, πρέπει να οριστεί στο ποσό των (14.137.987,42Χ 0,1%) 14.137,99 ευρώ. Κατόπιν αυτών δε παρέλκει η εξέταση του ως άνω λόγου της κρινόμενης προσφυγής κατά το μέρος που αφορά τη βάση υπολογισμού του επιβληθέντος προστίμου κατά το μέρος που η ένδικη παράβαση ανάγεται στο προγενέστερο της ισχύος του ν.3784/2009 χρόνο. Τέλος, ενόψει της εξουσίας του Δικαστηρίου να εξετάζει κατ’ ουσία την υπόθεση και να επιβάλλει το κατά την κρίση του προσήκον πρόστιμο (ΣτΕ 3160/2014 7μ., 2870/2012 7μ. κ.ά.), αλυσιτελώς προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται ειδικής αιτιολογίας ως προς την επιμέτρηση του επιβληθέντος προστίμου, το οποίο υπερβαίνει κάθε μέτρο αναλογικότητας, προσφορότητας και επιείκειας (πρβ. ΣτΕ 465/2016, 1926/2013, 415/2012 κ.ά.), ενώ, εξάλλου, το γεγονός ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού, με την προσβαλλόμενη απόφαση, απηύθυνε μόνο σύσταση σε άλλη επαγγελματική οργάνωση, μολονότι έκρινε ότι αυτή υπέπεσε στην ίδια με την αποδιδόμενη στον προσφεύγοντα παράβαση αναφορικά με τον καθορισμό τιμών, δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή, δεδομένου ότι κάθε περίπτωση παράβασης της οικείας νομοθεσίας εξετάζεται, κατ’ αρχήν, αυτοτελώς (πρβ. ΣτΕ 3751/2013, 2421/2011, 2634-6/2005 κ.ά.), ο σχετικός δε με το αντίθετο ισχυρισμός του προσφεύγοντος είναι απορριπτέος.
12.Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να τροποποιηθεί αναλόγως η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που αφορά την επιβολή προστίμου σε βάρος του προσφεύγοντος Συλλόγου. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα Σύλλογο ποσό τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ από το καταβληθέν παράβολο και να καταπέσει αυτό κατά το λοιπό μέρος υπέρ του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ.9 Κ.Δ.Δ. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και της εν μέρει ήττας αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 εδάφ. τρίτο Κ.Δ.Δ.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
-Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
-Τροποποιεί την 554/VII/2012 απόφαση της Ολομέλειας της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατά το κεφάλαιο αυτής που αφορά τον προσφεύγοντα Σύλλογο.
-Περιορίζει το επιβληθέν σε βάρος αυτού πρόστιμο σε δεκατέσσερις χιλιάδες εκατόν τριάντα επτά ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτά (14.137,99).
-Διατάσσει την απόδοση ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ από το καταβληθέν παράβολο στον προσφεύγοντα και την κατάπτωση του λοιπού υπέρ του Δημοσίου.
Και
-Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2017 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΑΓΗΣ ΚΟΥΤΡΙΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΟΥΡΛΑ
O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Comments are closed